Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης είναι πασίγνωστος, διεθνώς, ως κινηματογραφιστής. Tο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Ντένης Ζαχαρόπουλος και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διοργάνωσαν το 2009 την πρώτη εικαστική έκθεση του δημιουργού, τον οποίο γνωρίσε ευρύτερα το κοινό από τις ταινίες του «Από την άκρη της πόλης», «Δεκαπενταύγουστος» και «Όμηρος».
H έκθεση «Στην κόψη του ματιού», ύστερα από την παρουσίασή της στη Θεσσαλονίκη, φιλοξενήθηκε στην Αθήνα, στο Μουσείο Αλεξ Μυλωνά-Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Μαζί με τις ταινίες μικρού μήκους, η έκθεση περιείχε, αποσπάσματα πειραματικών βίντεο, φωτογραφίες και εγκαταστάσεις.
Ας δούμε, όμως, μέσα από το υλικό παρουσίασης της έκθεσης μια συνοπτική αλλά περιεκτική περιγραφή της πορείας του καλλιτέχνη: «Ο Κωσταντίνος Γιάνναρης γεννήθηκε στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας από Έλληνες γονείς. Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία επτά ετών και έφυγε για σπουδές στην Αγγλία στα 17 του.
» Στην Αγγλία ξεκίνησε τη ζωή του χωρίς να φαντάζεται ότι θα γινόταν ποτέ καλλιτέχνης. Σπούδασε Οικονομικά και Ιστορία, στο Πανεπιστήμιο του Birmingham, και συνέχισε μεταπτυχιακές σπουδές με θέμα τις “Μεταπολεμικές Ελληνοσοβιετικές σχέσεις”. Τις σπουδές αυτές, διέκοψαν προσωπικές ανατροπές στη ζωή του που τον έσπρωξαν στη μελέτη διαφορετικών εντάσεων. Η ξαφνική αυτή αλλαγή γίνεται και η βάση πάνω στην οποία η έρευνά του ανάμεσα στην Ιστορία και τα προσωπικά βιώματα, την πολιτική και την κοινωνική διάσταση της ουτοπίας, τον πόθο και τη βία, συνεχίζεται μέσα από άλλες γλώσσες και άλλα μέσα.
» Ο κινηματογράφος, η αφήγηση, η παρατήρηση, το καδράρισμα της πραγματικότητας, η εμμονή και ο φόβος, η σχέση με την ετερότητα και η συνεχής μετάθεση κάθε ταυτότητας, τον φέρνουν στο δρόμο που γνωρίζουμε πλέον μέσα από τις διεθνείς επιτυχίες των ταινιών μεγάλου μήκους της τελευταίας δεκαετίας: Από την άκρη της πόλης, 1999, Δεκαπενταύγουστος, 2002, Όμηρος, 2005, (πολυβραβευμένη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, 2006).
» Από τα μέσα του ογδόντα ως τα μέσα του ενενήντα, ο Γιάνναρης ολοκληρώνει ένα ερευνητικό και πειραματικό έργο του οποίου η υπόσταση εμποτίζεται από τη φωτογραφική και κινηματογραφική ουσία, ενώ η δομή του συμπυκνώνει την εικαστική παιδεία με την ιστορική αναζήτηση.
» Η οπτική αναδόμηση του κόσμου περνά μέσα από το μέτρο της σιωπής που χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των σχέσεων μέσα στην κοινωνία. Ο χώρος της αποσιώπησης και του ημίφωτος αποκαλύπτεται στο έργο του Γιάνναρη με τρόπο όλως προσωπικό. Ιδιαίτερη προσήλωση αφιερώνει ο κινηματογραφιστής στην πολυπολιτισμική διάσταση και τις θεμελιακές γλωσσικές αντιφάσεις που τον διέπουν και τον ανακατώνουν.
» Από τα τέλη του εβδομήντα, στην Αγγλία, πέρα από τις σπουδές του έρχεται σε επαφή και συνδέεται με προσωπικότητες που σφραγίζουν τις νέες προοπτικές στο χώρο της εικόνας και του κινηματογραφικού λόγου. Σημαντική είναι η συνάντηση με το Derek Jarman. Παράλληλα, ο Γιάνναρης, συμμετέχει στο ανανεωτικό κύμα δίπλα στους συνομήλικους και φίλους του, Isaac Julian και Jimmy Sommerville, που επεξεργάζονται τον αποσπασματικό λόγο του video με την σιωπή του κοινωνικού περίγυρου της πόλης, της αρχιτεκτονικής, της ανωνυμίας του ατόμου στη σύγχρονη μητρόπολη.
» Στο έργο του, ο πόθος, το όνειρο, η φαντασίωση, η εντύπωση, η παρανόηση, έρχονται να γεμίσουν σα συγκοινωνούντα δοχεία, το κενό της επικοινωνίας και την ανισότητα των σχέσεων. Τα έργα αυτά καλύπτουν μια δεκαετία και απαντούν στην όλο και πιο ξεκάθαρη ανάγκη της εποχής για την χειραφέτηση του ειδικού ανθρώπου, του ιδιαίτερου προσώπου, του περιθωριοποιημένου πολίτη, του εκπατρισμένου εργάτη, του εκτοπισμένου πλάνητα, του έμφυλου ανθρώπου και του φορτωμένου με πολιτισμικές μνήμες και αποσπάσματα ζωής, σύγχρονου μέτοικου. Η πτυχή αυτή του έργου του Γιάνναρη σφραγίζει συστηματικά τις σχέσεις του με τον στενό κύκλο τόσο του κινηματογράφου όσο και των εικαστικών, αλλά δεν θα δημοσιοποιηθεί όπως άλλωστε κάθε ερευνητική δουλειά που δεν περνά μέσα από το κύκλωμα διανομής.
» Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους Κοντά στον Παράδεισο (Three steps to Heaven), 1995, θα πάει κατευθείαν στις Κάννες, στο περίφημο “Δεκαπενθήμερο των σκηνοθετών” (Quinzaine des realisateurs), με πρωταγωνίστρια την cult μορφή Katrin Cartlidge της οποίας θα είναι και μια από τις τελευταίες ταινίες. Τα έργα μικρού μήκους που παρουσιάστηακαν στην έκθεση είναι: Καταζητώντας τη Νεολαία. 1986, (A’ βραβείο Grierson, Αγγλία), Ο Ζαν Ζενέ πέθανε, 1989, Τρώες, 1989, Σιωπές, 1990, Σ’έπιασα να κοιτάς, 1991, Βορείως της Δίνης, 1991, Μια θέση στον ήλιο, 1994-95. Τα έργα αυτά περιδιαβάζουν μια χαοτική εγκυκλοπαίδεια της ευαισθησίας και του καλλιτεχνικού ιδιώματος του καλλιτέχνη. Μέσα από συνεχείς μορφικές και υλικές διαφοροποιήσεις, συνιστούν μαζί με την εισαγωγή στην κινηματογραφική γραφή του σκηνοθέτη, ένα αυτόνομο ποιητικό και εικαστικό σύνολο».
Η έκθεση επικεντρώνεται στη δεκαετία του ’80, στα χρόνια που ζήσατε στο Λονδίνο. Επιπλέον είναι κι ένας αποχαιρετισμός, ένας φόρος τιμής σε πρόσωπα αγαπημένα και στους νεκρούς σας…
«Αναφέρεται στα χρόνια του Λονδίνου, σ’ ένα μέρος της πρώιμης δουλειάς μου πριν γίνω κινηματογραφιστής. Περιστρέφεται γύρω από τον Ζαν Ζενέ, που αποτέλεσε την αφορμή και της πρώτης super 8 ταινίας μου, “Ο Ζαν Ζενέ είναι νεκρός”. Γενικότερα η έκθεση συνδέεται με το δίπολο έρωτας-θάνατος. Οι περισσότεροι φίλοι μου στις φωτογραφίες πέθαναν από τη μεγάλη επιδημία του AIDS. Ηταν το σόι μου, η οικογένειά μου. Και η έκθεση είναι ένα χρέος σε αυτούς. Αν και είναι σοκαριστικό να μιλάς στην Ελλάδα για τους πεθαμένους εραστές σου…»
Ο έρωτας και ο θάνατος διατρέχει όλο το κινηματογραφικό σας έργο.
«Στην έκθεση της Αθήνας φαίνεται ξεκάθαρα αυτή η κατεύθυνση: από τη μελαγχολία περνάς στον ερωτισμό και από τη χαρά και την αγάπη στο θάνατο. Υπάρχουν όμως και προσωπικές, οικογενειακές στιγμές από την Ελλάδα, κάποιες αρκετά οδυνηρές. Το φίλμ “Η Ελένη παντρεύεται σήμερα” αναφέρεται στην ξαδέλφη μου, που πέθανε από λευχαιμία την ημέρα του γάμου της».
Πώς προέκυψε η ιδέα να κινηματογραφίσετε την κηδεία της;
«Η Ελένη αρρώστησε βαριά λίγες μέρες πριν από τον γάμο της και την ημέρα του γάμου της πέθανε. Το φιλμ γυρίστηκε από μένα, τον πατέρα μου κι έναν θείο μου. Υστερα από αρκετά χρόνια βρήκα το υλικό και το μόνταρα ως αφιέρωμα στη μνήμη της. Στη Σπάρτη, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι παραδόσεις είναι πολύ ισχυρές. Οταν πεθάνει ένα νέο κορίτσι χωρίς να έχει παντρευτεί, το κηδεύουν με το νυφικό. Γι’ αυτό έβαλα στην ταινία και τη φωνή της Ειρήνης Παπά να τραγουδά τη “Νεραντζούλα”, ένα δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται σε στιγμές χαράς όπως είναι ο γάμος και σε στιγμές απόλυτης λύπης όπως ο θάνατος. Παλιότερα στην Ελλάδα αλλά και στη βικτοριανή Αγγλία υπήρχε η παράδοση να “τραβούν” και την τελευταία φωτογραφία του νεκρού».
Οι περισσότερες εικόνες σας, συχνά και στις ταινίες μυθοπλασίας, έχουν την ορμητική δύναμη της ζωής…
«Ο,τι έχω κάνει, συνδέεται με τα συναισθήματά μου. Το αίσθημα προηγείται από τη σύλληψη της ιδέας. Ελπίζω το αποτέλεσμα να μην είναι δακρύβρεχτο. Με απωθεί ο φτηνός συναισθηματισμός».
Παρά τις δραματικές αναφορές της, η έκθεση έχει και μια ανάλαφρη, ειρωνική διάσταση.
«Ναι. Γράφω, για παράδειγμα, κάτω από τη φωτογραφία ενός φίλου μου: “Ο Τόμπι δεν έγινε ποτέ ποπ σταρ”. Ο Τόμπι δεν έγινε ποπ σταρ επειδή πέθανε, όπως και ο Πέδρο και πολλοί άλλοι».
Η έκθεση δίνει την αίσθηση μιας γιγαντιαίας αυτοβιογραφικής εγκατάστασης.
«Διαπραγματεύεται τον έρωτα με τον τρόπο του Ζαν Ζενέ, που έλεγε ότι κάποιος είναι εγκλωβισμένος στην αγάπη όπως εγκλωβίζεται στον πάγο, στο φόβο και στη λάσπη. Ο Ζενέ παρουσιάζει τον έρωτα, το θάνατο και την αρρώστια ως φυλακή. Ο έρωτας, ως τόπος φυλακής στον Ζενέ, έχει και μια κυριολεκτική σημασία. Οταν μιλά για έγκλειστους αναφέρεται σε κρατούμενους, σε παραβατικούς. Το μόνο που έχουν στην απομόνωσή τους είναι η επαφή του σώματός τους μ’ ένα άλλο σώμα. Αυτό μ’ ενδιέφερε και ως μεταφορά για την επιδημία του AIDS, που είναι μια αόρατη φυλακή μέσα στο κύτταρο και το αίμα σου».
Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών για το σώμα ενισχύθηκε από την επιδημία του AIDS.
«Ξεκίνησε η μεγάλη συζήτηση για την πολιτική του σώματος (Body Politics). Να σας πω τι ήταν για μένα η επιδημία; Στο επίπεδο του δικού μου σώματος ήρθε η αντεπανάσταση, ο “Thermidor”. Ολοι χρεοκοπήσαμε πολιτικά τη δεκαετία του ’80, το μόνο καλό που συνέβη ήταν η κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων. Και ξαφνικά έρχεται και μια βιολογική απειλή που τρίβει το αλάτι στην πληγή και σου λέει: δεν καταρρέει μόνο η κοινωνία, αλλά καταρρέεις κι εσύ ως σώμα, ως άτομο, ως ύπαρξη. Μόνο η διαφήμιση διατηρεί ακόμα την ιδέα του σώματος σαν κάτι μη προβληματικό και όμορφο. Στον εικαστικό και στον κινηματογραφικό χώρο το σώμα αποδομείται, θεωρείται πια και πηγή αρρώστιας, δυσαρέσκειας και μελαγχολίας».
Ο Χρόνης Μπότσογλου ανήκει στους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους της μεταπολεμικής τέχνης. Επί δεκαετίες παρατηρούσε τον…
Στιγμιότυπα από την παρουσία των προσφύγων στους δρόμους του Παρισιού, στους καταυλισμούς του Καλαί και…
Στα μυθιστορήματα μιλάμε για την ανθρώπινη κατάσταση, εμβαθύνουμε σε πράγματα που δεν αποτελούν υλικό άρθρων…
Οταν ζεις σε δύσκολες εποχές, νιώθεις την ανάγκη να αγωνιστείς για την ελευθερία.
Όταν έφτασα στο Παρίσι για να σπουδάσω Φιλοσοφία, διαπίστωσα ότι όλη αυτή η δυστυχία, η…
There is much to praise from Ghana, India, France, and a stunning international pavilion. Less…
This website uses cookies.