Από το καλοκαίρι έχω να γράψω, δε μου ήταν εύκολο. Είναι η πραγματικότητα, η ζωή, η μάνα μου, η επικαιρότητα, τα φεστιβαλικά θεάματα, οι πρεμιέρες, οι γνώμες και οι απόψεις, η πολιτική. Σάστισα. Ένα μεγάλο μέρος στο μυαλό και στην καρδιά μου έχει καταλάβει, επίσης, κι αυτός ο παράξενος κύριος Ουίλιαμ Φώκνερ και το «Καθώς Ψυχορραγώ», ένα έργο για μια κοινωνία που πεθαίνει και σαπίζει σε μια φανταστική επαρχία στον Μισισιπή του 1912. Ο Φώκνερ, επηρεασμένος υποψιάζομαι από τα μεγάλα κινήματα της τέχνης, τα επιτεύγματα της επιστήμης, την ιλιγγιώδη βιομηχανική επανάσταση, βάζει έναν θίασο αγροτών στα μπαμπακοχώραφα να κουβαλάει μια πεθαμένη μητέρα εννιά μέρες και εννιά νύχτες, κόντρα στο ποτάμι που φουσκώνει από την καταιγίδα, για να τη θάψει στον τόπο που γεννήθηκε. Διέξοδος, πέρασμα και δρόμος για το κάρο με το κιβούρι δεν υπάρχει, καθώς τα κοράκια αράζουνε λαίμαργα στις στέγες. Έτσι κι εγώ: πεσμένη στα γόνατα μπροστά στα αλογάκια, τα αμάξια και τους ακροβάτες του δικού μου τσίρκου, παίζω με τη ζωή και τον θάνατο. Τα κοράκια παραφυλάνε πάνω από τη σκυφτή μου πλάτη· τη νύχτα οι σκιές από τα αιωρούμενα όνειρά μου μεγαλώνουνε στον τοίχο. Και κόντρα στην κρίση και στο ρέμα που φουσκώνει – πνιγμένα μουλάρια με τεντωμένα πόδια κόβουν τον αέρα, τα κούτσουρα από το βουνό γυρίζουν τρελά στη δίνη του νερού, τσακίζονται οι ρόδες – σέρνω το μικρό μου κάρο για την «πατρίδα» να με θάψω. Καθένας, ας λογαριάζει το μνήμα και τη μνήμη του όπως θέλει…
Στην δική μου τράπουλα Ταρώ, ο θάνατος πάντα σημαίνει αλλαγή και αναγέννηση.