Τους τελευταίους δυο μήνες προσπαθώ να καταλάβω τι έγινε στη Βυζίτσα του Πηλίου, όταν βρέθηκα εκεί για να λάβω μέρος σε μια παράσταση-αναλόγιο και να ερμηνεύσω τον φιλόσοφο Χάιντεγκερ! Είμασταν όλοι καλεσμένοι από το «Θερινό Εργοτάξιο Ιδεών»: καθηγητές και λογοτέχνες, φιλόσοφοι και φοιτητές, συγγραφείς, εικαστικοί, ψυχολόγοι, ηθοποιοί. Μιλήσανε για την πολιτική του φύλου, την ετερότητα και για τον «Άλλον»! Για την εγωιστική, ναρκισσιστική άποψη του παιδιού, για το πώς είμαστε ριγμένοι στη ζωή τυχαία, αλλά με την ευθύνη και την ελευθερία όσων κάνουμε. Για την ιδιωτική λογική να ερμηνεύουμε, ο καθένας, αυτό που μας συμβαίνει. Κάποιος είπε πως η φιλοσοφία σκέφτεται την αποτυχία της, ένας άλλος για το τέλος της πολιτικής και για την πύκνωση του πολιτικού χρόνου. Ανακινήθηκαν ζητήματα με μεγάλο βάθος, απορίες και εκκρεμότητες. Έπεσε η ιδέα της ανασύστασης της αφύπνισης, μιας έγερσης του λαού, από την αφάνεια στην ενφάνεια (!) και μπήκε το ερώτημα: «Mετά τη δεύτερη ματαίωση τι;» Αναζωπυρώθηκε η ιδέα της κίνησης με την οποία ένα υποκείμενο μπορεί να κάνει κάτι. «Tι σημαίνει η συνέχεια της αφέλειας;», είπε κάποιος. «O λαϊκισμός βρίσκεται μέσα στο πρίσμα ενός πένθους της κατανόησης», είπε ένας άλλος. «Tο παλιό πεθαίνει, το νέο τι;»
«Πως μπλέκεται το αυθεντικό με το ψευδές;»
Σε μια ιδιωτική κουβέντα με τον συγγραφέα Δημήτρη Δημητριάδη μιλήσαμε για την αλλοτρίωση και εκείνος υποστήριξε πως αν αυτός, ο Άλλος, είναι καλύτερος, τότε γιατί όχι… Και το βράδυ, στο δείπνο που έγινε στην αυλή του εξοχικού της ψυχιάτρου Χλόης Κολύρη, πήρα το θάρρος να μιλήσω για την αγωνία μου: δεν μπορώ να γίνω ο «Άλλος», είπα. Αυτό που κυνηγάω κάθε βράδυ στη σκηνή του θεάτρου, δηλαδή ο ρόλος, διαρκώς και μέχρι την τελευταία παράσταση, μου διαφεύγει.
Εκείνο το βράδυ στον ύπνο μου είδα να πετάω στα σκουπίδια δυο πτώματα και να τα σπρώχνω με το φτυάρι να χωρέσουνε στον κάδο. Υποψιάζομαι πως ήμουνα εγώ κι ο Άλλος.