Από τον Γιώργο Καρουζάκη
H Φώφη Ακριθάκη, ελεύθερο πνεύμα, μυθική προσωπικότητα της καλλιτεχνικής ζωής του Δυτικού Βερολίνου της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, μεταφέρει με μία έκθεση στη νεο – συντηρητική Αθήνα κάποιες από τις πολύτιμες αναμνήσεις της. Ο σπουδαίος Γερμανός συγγραφέας και δραματουργός Heiner Müller υπήρξε φίλος της. Ο σκηνοθέτης Wim Wenters ζήτησε παρηγοριά, ύστερα από έναν χωρισμό του, σε ένα μοναχικό τραπέζι του εστιατορίου της. O ζωγράφος Francis Bacon, λίγο καιρό μετά τη γνωριμία του μαζί της, τής έστειλε ένα από τα περίφημα τρίπτυχά του με προσωπική αφιέρωση. Στα τραπέζια του εστιατορίου της κάθισαν, ακόμη, ο Andy Warhol, ο David Bowie, ο Brian De Palma, o Robert De Niro, διάσημοι πολιτικοί και συγγραφείς.
Οι υπεύθυνοι του Μουσείου Άλεξ Μυλωνά – Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ο διευθυντής του ΜΜΣΤ Ντένης Ζαχαρόπουλος είχαν την εξαιρετική ιδέα να παρουσιάσουν μιαν έκθεση αφιερωμένη στο Βερολίνο της Φώφης Ακριθάκη και στο περίφημο ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ της, το οποίο υπήρξε, περισσότερο από είκοσι χρόνια, ένα από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά στέκια του Βερολίνου και ολόκληρης της Ευρώπης.
Η Φώφη Ακριθάκη εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Βερολίνο το 1969 μαζί με τον σύντροφό της· τον σπουδαίο Έλληνα ζωγράφο Αλέξη Ακριθάκη. Ο εικαστικός έφτασε εκεί, για να ζήσει στη δυτική πλευρά της πόλης του Τείχους, με υποτροφία της DAAD. Τότε, ξεκίνησε και μια από τις πιο δημιουργικές περιόδους της ζωής του. Δούλευε ασταμάτητα, ζούσε με πάθος, χαιρόταν την οικογένειά του, τη Φώφη και την κόρη τους, τη Χλόη, και έδειχνε τη δουλειά του σε μερικές από τις σημαντικότερες γκαλερί της Γερμανίας. Στην Ελλάδα επέστρεψε οριστικά το 1984. Πέθανε στις 19 Σεπτεμβρίου 1994 σε ηλικία 55 χρόνων, καταπονημένος από τις καταχρήσεις – κυρίως από το αλκοόλ.
Στην έκθεση FOFI’S, Berlin – Το Βερολίνο της Φώφης Ακριθάκη: 1969-1997, η οποία θα παραμείνει ανοιχτή μέχρι τις 3 Νοεμβρίου, παρουσιάζονται ντοκουμέντα από τη λειτουργία του θρυλικού εστιατορίου και έργα των καλλιτεχνών που σύχναζαν εκεί. Ανάμεσά τους, εκτός φυσικά από τα έργα του Αλέξη Ακριθάκη (μια ξύλινη βαλίτσα, ένα χαρακτηριστικό πλοίο του, μικρές κατασκευές κ.ά.), μπορείτε να δείτε έργα του Χρήστου Μπουρονίκου, του Γιάννη Κουράκη, της Rebecca Horn, του Robert Rauschenberg, του Francis Bacon, του Max Ernst, του Robert Wilson, του Ed Kienholz, του Γιάννη Κουνέλλη, καθώς και των: Thierry Noir, Markus Lüpertz, Günter Brus, Michel Würthle, Λίζης Καλλιγά, Jakob Mattner, Heiner Müller, Thomas Brasch, Wolfgang Rihm, Bernd Koberling, Lucio Fanti, Takis, Oswald Wiener, Gerhard Rühm, Dieter Roth, Hermann Nitsch και Martin Kippenberger.
Στην έκθεση παρουσιάζεται, επίσης, και η εντυπωσιακή εγκατάσταση του Αλέξη Ακριθάκη, “Μπαρ”. Πρόκειται για ένα τεράστιο μπαρ φυσικών διαστάσεων από ετερόκλητα υλικά, θραύσματα του εικαστικού του λεξιλογίου και ταπεινά αντικείμενα, που φέρουν την εμπειρία του Ακριθάκη από το νυχτερινό Βερολίνο. Ο καλλιτέχνης εμπνεύστηκε το έργο από τη ζωή στο Εστιατόριον και από τη γενικότερη ιδέα του μπαρ, ως τόπο που ο κόσμος γνωρίζεται, συζητάει και επικοινωνεί, καθώς οι φίλοι, οι συνεργάτες, οι συνοδοιπόροι ή και οι άγνωστοι μεταξύ τους βρίσκονται για να περάσουν καλά, χωρίς να έχει σημασία ούτε ποιοι είναι ούτε από πού ήρθαν.
Το Εστιατόριον της Φώφης δεν ήταν μόνο στέκι των πιο λαμπρών ευρωπαίων δημιουργών και των επισκεπτών του Βερολίνου. Τα έργα του Ακριθάκη, καθώς και των άλλων καλλιτεχνών, που κοσμούσαν την αίθουσα έδιναν στον χώρο την αίσθηση μιας ζωντανής, ιδιόμορφης γκαλερί.
«Ο Rauschenberg κάθε φορά που ερχόταν στο εστιατόριο θαύμαζε τη δουλειά του Ακριθάκη που έβλεπε στους τοίχους, και ρωτούσε εντυπωσιασμένος:
– “Ποιος είναι αυτός ο καλλιτέχνης;”
– “Ένας που πίνει”, τού έλεγα χαριτολογώντας.
– “Κι εγώ πίνω…”, απαντούσε εκείνος», λέει σήμερα η σύντροφός του Ακριθάκη.
Από τη βραδιά της γιορτής των γενεθλίων του Γιάννη Κουνέλλη, της Rebecca Horn και του Heiner Müller – τα είχαν γιορτάσει και οι τρεις μαζί – δημιουργήθηκε κι ένας πίνακας που παρουσιάζεται, επίσης, στην έκθεση. Τον έφτιαξαν και οι τρεις καλλιτέχνες με τα υλικά που υπήρχαν πάνω στο τραπέζι: το λεκιασμένο από το κρασί τραπεζομάντιλο, ένα άδειο πακέτο τσιγάρων Gauloises, τα μαχαιροπίρουνα, τα ξεραμένα κόκκινα τριαντάφυλλα. Η σύνθεση με τα καθημερινά υλικά στερεώθηκε με προσοχή σε μια επιφάνεια και μπήκε σε κορνίζα.
Η Φώφη Ακριθάκη φέρνει στο μυαλό της βραδιές με ατέλειωτες συζητήσεις, γλέντια και απρόβλεπτα περιστατικά, όπως τη νύχτα που κάποιοι καλλιτέχνες άρχισαν αυθόρμητα να ζωγραφίζουν τους τοίχους του εστιατορίου πετώντας χρώματα παντού. Κάποιες φορές, αργά τη νύχτα, η βραδιά εξελισσόταν σε ένα μεγάλο ελληνικό γλέντι, με τις φωνές της Σωτηρίας Μπέλλου και του ρεμπέτη Γιώργου Μουφλουζέλη να κυριαρχούν στις μουσικές επιλογές.
Οι ευτυχισμένες μέρες και το βάρος της Ιστορίας
Πώς βρέθηκε να είναι η ψυχή του βερολινέζικου εστιατορίου; Το 1972 οι αυστριακοί Oswald Wiener και Michel Würthle άνοιξαν το ελληνικό εστιατόριο «Αχ Βαχ» και συνεργάστηκαν με τη Φώφη και τον Αλέξη Ακριθάκη. Ο ζωγράφος το είχε, επίσης, διακοσμήσει. Το 1976, μαζί με τους Κώστα Κασσάμπαλη και Βασίλη Κουράφαλo άνοιξαν το περίφημο ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ. Kατευθείαν, άρχισαν να συχνάζουν καλλιτέχνες που η Φώφη Ακριθάκη έχει γνωρίσει ήδη από το «Αχ Βαχ» αλλά και από τον κύκλο του Αλέξη Ακριθάκη, που, λόγω της DAAD, είχε επαφές σχεδόν με τους περισσότερους καλλιτέχνες που δούλευαν, τότε, στο Βερολίνο.
Το ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ έκλεισε το 1996. Έναν χρόνο αργότερα, η Φώφη Ακριθάκη γύρισε μόνιμα πια στην Ελλάδα, φέρνοντας μαζί της έργα καλλιτεχνών και αντικείμενα, αναμνήσεις και ντοκουμέντα που μεταφέρουν στη σημερινή Αθήνα την ξεχωριστή ατμόσφαιρα του Fofi’s και του Βερολίνου των δεκαετιών του ’70, του ’80 και του ’90.
Με την ευκαιρία της κουβέντας μας θυμάται ξανά τη γνωριμία της με τον Αλέξη, στα τέλη της δεκαετίας του ’60: «Πριν τον γνωρίσω ζούσα και δούλευα στο Λονδίνο. Ήμουν γραμματέας του Γιάννη Γουλανδρή. Με τον Αλέξη γνωρίστηκα το το 1965. Αργότερα, ο Χρήστος Ιωακειμίδης μεσολάβησε για να πάρει ο Αλέξης την υποτροφία της DAAD και βρεθήκαμε στο Βερολίνο. Οι Γερμανοί καλούσαν, τότε, καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο για να ενισχύσουν την καλλιτεχνική ζωή του Βερολίνου – που ήταν ένα νησάκι χωρίς δικούς του πόρους».
Στην αρχή εγκαταστάθηκαν στο Grunewald, σε ένα πανέμορφο σπίτι με μεγάλη βεράντα και θέα στη λίμνη της περιοχής. «Για να πούμε την αλήθεια, αυτό ήταν το πρώτο μου εστιατόριο», λέει η ίδια. «Ερχόταν κάθε βράδυ ο Ακριθάκης μαζί με πέντε, δέκα, είκοσι άτομα. Τρώγαμε και περνούσαμε καλά. Ένα μεγάλο έργο από τη σειρά τσίκι-τσίκι που έκανε με σινική μελάνη, το είχε τελειώσει σε αυτό το σπίτι, την Πρωτοχρονιά του 1969, προς το 1970. Στις 12 ακριβώς, τη στιγμή που άλλαζε ο χρόνος έβαζε την τελευταία γραμμή στο έργο».
Ένα από τα πρώτα ατελιέ του εικαστικού ήταν παλιό αρχηγείο του Χίτλερ. «Είχε χιλιάδες σιδερένιες πόρτες που κλείνανε, πολύ «άγριος» χώρος. Μια φορά, με είχε αφήσει μόνη μου το βράδυ εκεί μέσα. Κόντεψα να τρελαθώ…», θυμάται η Φώφη Ακριθάκη. Όσο, εκείνη, ζούσε στο Βερολίνο ένιωθε πάντα το ιστορικό βάρος της πόλης επάνω της: «Είναι βαρύ το Βερολίνο. Όταν είχαμε πρωτοπάει, η πόλη δεν ήταν χτισμένη όπως σήμερα. Είχε ακόμα “τρύπες”, από τα δεκάδες γκρεμισμένα κτίρια, και χιλιάδες χήρες πολέμου. Αυτές έφτιαξαν ξανά το Βερολίνο μετά τον πόλεμο: το χτίζανε όλες μαζί, ακόμη και με τα χέρια τους».
Η άποψή της για την τότε ανατολική πλευρά της πόλης είναι ξεκάθαρη. Συμπυκνώνεται στη λέξη «Φρίκη». Ήταν σκληροί άνθρωποι», λέει κοφτά. Και προσθέτει: «Ήταν ρομπότ, πολύ αυστηροί και δεν χαμογελούσαν ποτέ. Στην αρχή, πηγαίναμε συχνά για να δούμε θέατρο στο Berliner Ensemble, που τότε ήταν απέναντι, και υπήρχε ένα κλίμα φοβιστικό και άγριο. Όταν έστελνα την κόρη μου στην Ελλάδα διάλεγα ανατολικά αεροπλάνα, γιατί ήταν πιο φθηνά. Όταν φτάναμε στα σύνορα και έβλεπα όλα αυτά τα τανκς, τους αμίλητους και αυστηρούς Γερμανούς, και έβαζα το παιδί μου στο λεωφορείο για να πάει στο αεροπλάνο, νόμιζα ότι το παρέδιδα δεν ξέρω κι εγώ σε ποιους… Όταν είχε έρθει να μας δει ο Κώστας Ταχτσής, και επισκεφθήκαμε μαζί το Ανατολικό Βερολίνο, είχε πει τη χαρακτηριστική φράση: “Αυτοί είναι οι Γερμανοί που ήξερα εγώ από την Κατοχή”. Γιατί αυτοί αποκλείστηκαν και δεν εξελίχθηκαν. Οι άλλοι άρχισαν να ταξιδεύουν, κάπως άλλαξαν, ενώ οι Ανατολικοί παρέμειναν εκεί μέσα κλεισμένοι και διατήρησαν όλη αυτή την αγριάδα».
Η Φώφη Ακριθάκη μιλάει ακόμα για τους Ανατολικούς που είχαν αποδράσει σκάβοντας ένα τεράστιο τούνελ, κάποιους άλλους που προσπάθησαν να αποδράσουν και τους σκότωσαν, και εκείνους που, ύστερα από πολλά χρόνια στη φυλακή, τους έδιωχναν ως ανεπιθύμητους και έφταναν στο Δυτικό Βερολίνο.
Τη βραδιά που έπεσε το Tείχος ήταν, πάντως, προετοιμασμένη για το τι επρόκειτο να συμβεί. Οι φίλοι της Heiner Müller και Thomas Brasch (από τους λίγους καλλιτέχνες που μπορούσαν να βγαίνουν από την Ανατολική Γερμανία λόγω της φήμης τους), της είχαν πει: «Φώφη, κάτι γίνεται εκεί πέρα, κάτι αλλάζει». Την είδηση, όμως, την έμαθε από τον τότε διευθυντή της εφημερίδας Bild Zeitung, ο οποίος ήρθε στο εστιατόριο στις 7 το απόγευμα και της είπε: «Φώφη, το Τείχος έπεσε». «Εκείνο το βράδυ βγήκαμε όλοι στους δρόμους. Αρχίσαμε να σπάμε το Τείχος και τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν να βγαίνουν και τα πρώτα αυτοκίνητα από την ανατολική πλευρά. Έκλαιγαν οι Ανατολικοί και οι Δυτικοί μαζί στους δρόμους. Συγκλονιστική εμπειρία».
Όταν τη ρωτάμε, προς το τέλος της κουβέντας μας, να μας πει τη γενικότερη αίσθηση από τα χρόνια στο Βερολίνο και από την πυρετώδη εποχή της νιότης, λέει: «Η αίσθηση είναι θετική. Ζούσαμε έντονα. Δεν θα έλεγα ότι πρόσεχα πολύ τον εαυτό μου. Κι εγώ έπινα, κάπνιζα, ξενυχτούσα. Είχα βάλει, όμως, μικρούς περιορισμούς. Δεν έπινα καθόλου δυο φορές την εβδομάδα, και ποτέ πριν από τις δέκα το βράδυ. Κάποιος έπρεπε να είναι όρθιος και να δουλεύει. Είχαμε κι ένα παιδί. Γνώρισα ενδιαφέροντες ανθρώπους, έζησα πολλά, έμαθα πολλά πράγματα πάνω στην τέχνη, περισσότερο από την επαφή μου με τους καλλιτέχνες, που πάντοτε αγαπούσα πολύ. Ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια. Μια εποχή, όμως, που χάθηκε ανεπιστρεπτί».
Μουσείο Άλεξ Μυλωνά – Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης
Επιμέλεια Έκθεσης : Ντένης Ζαχαρόπουλος & Αλέξιος Παπαζαχαρίας
Διάρκεια : 17 Μαΐου – 3 Νοεμβρίου 2013
Η νύχτα που έπεσε το Τείχος