Το καλύτερο Πάσχα της ζωής μου ήταν τότε που κοιμήθηκα με τα κόκκινα λουστρίνια μου. Η αδελφή μου θυμήθηκε φέτος όταν ήρθε, τριών χρόνων, να με δει στο μαιευτήριο. Δεν τους βάζανε, λέει, μέσα επειδή είχαν αργήσει, και ο μπαμπάς μου φώναζε από κάτω, “Κούλα, Κούλα” και βγήκε η μαμά μου στο παράθυρο. Το Πάσχα, αν δεν είσαι παιδί, είναι λυπητερό. Γι αυτό μετράω τη ζάχαρη, πιάνω τη μαγιά, αναμειγνύω το αλεύρι με το λιωμένο βούτυρο και το γάλα, γίνομαι μάγισσα κι αλχημιστής, κοπανίζω στο γουδί το μεχλέπι, τη μαστίχα, το κακουλέ, ρίχνω σταγόνα-σταγόνα το κονιάκ στα χτυπημένα αυγά και προσθέτω το ξύσμα πορτοκαλιού. Τη Μεγάλη Πέμπτη γλίστρησε από τα χέρια μου η κόκκινη κορδέλα που κρεμάμε στο μπαλκόνι και, με το αεράκι, σκάλωσε στα φύλλα της δάφνης στο φωταγωγό. Πριν από χρόνια, μια γειτόνισσα την έκοψε από τη ρίζα και την έκαψε με κεζάπι. Η δάφνη πέθανε, αλλά σε τρία χρόνια αναστήθηκε! Κατέβηκα να πάρω την κορδέλα και μ’ άρπαξαν τ’ αγκάθια μιας λεμονιάς από τα μαλλιά. Μικροί λεμονανθοί τρίφτηκαν στα μάγουλά μου, απελευθερώνοντας μεθυστικά αρώματα μέχρι που μάτωσα. Το βράδυ ακούω τις κιτρινόμαυρες γάτες να κλαίνε σαν μωρά από οίστρο. Παίρνω βαθιές ανάσες και νιώθω τη μούχλα της πολυκατοικίας να διαπερνά τα ρουθούνια μου. Η επέμβαση καθαρισμού της φλεγμονής στο διάφραγμά μου πέτυχε, χάθηκε όμως η ιδέα για τα χαρούμενα παιδικά μου χρόνια. Ίσως να φταίει η ολική νάρκωση. Στο όνειρό μου είδα το τέλος μιας θεατρικής υπερπαραγωγής με κοστούμια ραμμένα από ελληνικές σημαίες πλισέ και υφάσματα με κόκκινα, κίτρινα και μαύρα τριαντάφυλλα. Γελάω λοξά. Είμαι στη Θεσσαλονίκη. Είναι 2 Μαΐου, τρεις τα χαράματα, και περιμένω τη βροχή.