Από τον Γιώργο Καρουζάκη
H κορυφαία προσωπικότητα, δημιουργός και ερμηνεύτρια, του ευρωπαϊκού θεάτρου Chiara Guidi βρέθηκε στην Αθήνα τον περασμένο Οκτώβριο για να πραγματοποιήσει μια διάλεξη και ένα, δωρεάν, διήμερο εργαστήριο στο Θέατρο Πόρτα. Ήρθε στη χώρα μας προσκεκλημένη από το ερευνητικό πρόγραμμα ARCH – Αρχειακή Έρευνα και Πολιτιστική Κληρονομιά. Με αυτή την ευκαιρία μιλήσαμε μαζί της στο καφέ του αθηναϊκού της ξενοδοχείου.
Η Chiara Guidi είναι ιδρυτικό μέλος, από κοινού με τον κορυφαίο Ιταλό σκηνοθέτη Romeo Castellucci και την Claudia Castellucci, του διεθνούς ακτινοβολίας θιάσου Socìetas Raffaello Sanzio. Η πολυδιάστατη αυτή προσωπικότητα έχει αναπτύξει μία μέθοδο που ερευνά τη σχέση του ήχου της φωνής με τον ήχο των εκφωνούμενων λέξεων. Αρχικά εστιάζει στην ίδια τη φωνή μέχρι να αποκαλύψει όλους τους ηχητικούς χρωματισμούς και τόνους που διαθέτει. Στη συνέχεια επικεντρώνεται στη δομή και στο σημασιολογικό περιεχόμενο των λέξεων. Η ίδια πιστεύει ότι μέσω της δύναμης του ήχου που παράγει η φωνή, οι λέξεις μέσα στο θέατρο μπορούν να δημιουργήσουν έναν χώρο όπου, ακόμη και με κλειστά τα μάτια, ο θεατής έχει την ικανότητα να βλέπει τα χρώματα, τις μορφές και τα αντικείμενα.
Η Chiara Guidi έχει δημιουργήσει μια σειρά από παραστάσεις για παιδιά, καθώς το στοιχείο της παιδικότητας αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο μελέτης και πειραματισμού για την Socìetas Raffaello Sanzio. Από τις αρχές του 1990 διερευνά τους παιδικούς φόβους και την αναπαράστασή τους σε γνωστούς μύθους. Ως αποτέλεσμα της ερευνητικής της εργασίας, ανέβασε παραστάσεις όπως οι Μύθοι του Αισώπου, Χένσελ και Γκρέτελ, Οι Άθλοι του Ηρακλέους, Το τομάρι του γαϊδάρου, Η πρόβα ενός άλλου κόσμου, Μπεστιόνε, και η διάσημη δημιουργία της, ο Κοντορεβυθούλης.
Στο κείμενο που ακολουθεί παραθέτουμε, μόνο μέσα από τα δικά της λόγια, ένα μέρος από τη συζήτηση που κάναμε για τον τρόπο που προσεγγίζει την ανθρώπινη φωνή, τα παιδιά και την τέχνη του θεάτρου.
Πριν από την τάξη της γλώσσας
«H θεατρική μου έρευνα, εδώ και πάρα πολλά χρόνια, επικεντρώνεται στον χώρο που δημιουργεί η ανθρώπινη φωνή και ειδικότερα στη σύνδεση των παιδιών με τις δυνατότητες της φωνής. Δεν αντιμετωπίζω τα παιδιά ως βρέφη – για μένα, αυτή η αντίληψη είναι εντελώς ξένη – αλλά ως μια διαφορετική κατηγορία θεατών. Το παιδί έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα. Δεν έχει καταφέρει ακόμη να την ταξινομήσει. Με ενδιαφέρει, με πολλούς τρόπους, η δράση, όσα συμβαίνουν πριν από την ταξινόμηση της γλώσσας. Συχνά, σε αυτή τη διαδικασία, χρησιμοποιώ τη φωνή και τους μηχανισμούς του παραμυθιού. Θεωρώ ότι το βαθύτερο ερώτημα σε αυτή την αναζήτηση έχει μια ηθική διάσταση. Το κοινό κάθε ηλικίας μπορεί να είναι όπως ένα παιδί. Δεν δουλεύω, όμως, με τα παιδιά γιατί θεωρώ την παιδική ηλικία όμορφη ή αθώα, αλλά επειδή τη θεωρώ τρομακτική. Αναζητώ, μέσα από αυτή την εργασία, τη μοναδικότητα και τη φαντασία του θεατή. Ειδικά σήμερα, που ο πολιτισμός μας έχει την τάση να ωθεί τη φαντασία στο περιθώριο».
Σιωπηλό Σχολείο
«Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ιταλίας, αυτό γνωρίζω καλύτερα, είναι δομημένο με τρόπο που θέλει να δίνει απαντήσεις σε κάθε τι, ακόμη και στην τέχνη. Θεωρώ ότι είναι αδύνατον να βρεις απαντήσεις στην τέχνη. Ο ρόλος της τέχνης είναι να θέτει ερωτήματα, και όχι να δίνει λύσεις και απαντήσεις. Μέσα από την τέχνη μπορούμε απλώς να αναζητήσουμε νέους τρόπους να κοιτάμε την πραγματικότητα. Κατά την άποψη μου, το σχολείο πρέπει να ξαναβρεί την ικανότητά του να παραμένει σιωπηλό μπροστά στην τέχνη».
Η ανακάλυψη της φωνής.
«Η φωνή συνδέεται πάντοτε με το κείμενο, αλλά το θέατρο δεν είναι κείμενο. Έχει τη δύναμη να σε οδηγεί στην πρωταρχική σημασία των λέξεων. Η φωνή δεν είναι μόνο η ανάσα ή ο ήχος που χρησιμοποιούμε για να αρθρώσουμε τις λέξεις. Είναι ένα εσωτερικό στοιχείο στον καθένα από εμάς, το οποίο συνδέεται με την ύπαρξή μας. Τη φωνή μας πρέπει να την ανακαλύψουμε. Δεν αναφέρομαι σε κάτι υπερβατικό, αλλά σε ένα στοιχείο έμφυτο. Η τέχνη μάς επιτρέπει να ανακαλύψουμε πολλών ειδών φωνές και να προσεγγίσουμε ένα αντικείμενο από αρκετές οπτικές γωνίες. Πιστεύω ότι η οπτική των παιδιών μάς οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν είμαστε ικανοί να κατανοήσουμε τις δυνατότητές της επειδή δεν είμαστε πια παιδιά».
Το θέατρο ως παρατηρητήριο της ύπαρξης
Δεν πιστεύω ότι το θέατρο πρέπει να είναι επεξηγηματικό ή πληροφοριακό. Η τέχνη μάς βοηθά να παρατηρούμε την ύπαρξή μας. Οι λέξεις στα στόματα των ηθοποιών, η μεταφορά του λογοτεχνικού λόγου στη σκηνή δεν είναι θέατρο. Για μένα θέατρο είναι το δικό μας λεξιλόγιο, να πάρουμε τις λέξεις ενός κειμένου και να τις μεταμορφώσουμε σε ένα πρόσωπο, για παράδειγμα, πάνω στη σκηνή. Το κοινό έχει όλο τον χρόνο να διαβάσει λογοτεχνία στο σπίτι του. Γιατί να κάνει ακριβώς το ίδιο και στο θέατρο; Ποιος ο λόγος να ακουστεί, απλώς, ένα κείμενο του Σαίξπηρ στη σκηνή; Ποια σημασία έχει να ανεβάσεις τον Μάκβεθ πάνω στην σκηνή, αν δεν βρεις τον τρόπο να αποδώσεις τη αναγκαιότητα της δικής σου συνάντησης με το κείμενο του Σαίξπηρ; Κι αν μπορείς, να συνδέσεις τον Σαίξπηρ με την εποχή σου. Επειδή είσαι ένας πολίτης, ένας ηθοποιός, που βλέπει ενδεχομένως τον κόσμο γύρω του μέσα από διαφορετικές γωνίες».
Η παράδοση του Χάους
«Στην αρχή, οι παραστάσεις που κάναμε με τον Romeo Castellucci για τα παιδιά ήταν φαραωνικές. Υπήρχαν αρκετά ζώα πάνω στη σκηνή, πολλά πρόσωπα και αντικείμενα. Θέλαμε να αφηγηθούμε τα παραμύθια με έναν τρόπο κυριολεκτικό. Έλεγε ένα παραμύθι: τέσσερις αγελάδες, ανεβάζαμε στη σκηνή τέσσερις πραγματικές αγελάδες. Μιλούσε για πρόβατα και άλογα, ανεβάζαμε αληθινά πρόβατα και άλογα πάνω στη σκηνή. Η δομή της παράστασης εκπορευόταν από την ανάγκη των παιδιών να δουν αληθινά ζώα, πραγματικές μηχανές και ηθοποιούς. Δεν έχει σχέση με κάποιου είδους ισότητα αυτή η επιλογή. Τα ζώα έχουν άλλωστε πιο ισχυρή παρουσία στη σκηνή από τους ηθοποιούς και τις μηχανές, επειδή δεν υπακούν σε κανόνες.
»Δεν θέλαμε να δημιουργήσουμε σκάνδαλο, ούτε να παρουσιάσουμε κάτι ακραίο. Αναζητούσαμε αυτό που μας άγγιζε βαθύτερα, κάθε τι που μας έδινε τη δύναμη να διερευνήσουμε το ερώτημα: Γιατί κάνω θέατρο; Για αυτό τον λόγο γίνεται η έρευνα με τη φωνή και τη συμμετοχή των παιδιών. Για να διερευνήσουμε μη ορατά, θεμελιώδη ερωτήματα. Η κουλτούρα των παιδιών είναι επαναστατική. Φέρει την παράδοση του χάους. Προσπαθούμε να φτάσουμε στον πυρήνα αυτής της κουλτούρας. Το χάος, όμως, όχι με τη σημασία ενός πεδίου συγκεχυμένου, αλλά σαν πηγή που γεννά φιλοσοφικά, αρχετυπικά ερωτήματα».
Η συρρίκνωση του θεάτρου
«Μέσα από το θέατρο εξομαλύνουμε, συχνά, τον πόνο ή τον φόβο του θανάτου. Η επικράτηση της ειρωνείας, με έναν συγκεκριμένο τρόπο στο θέατρο, είναι μια φόρμα φόβου. Είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα η σάτιρα: μέσα από μια κωμική διαδρομή μπορεί να κάνεις μια διαβρωτική κριτική. Το πρόβλημα στο σύγχρονο θέατρο είναι η απλοποίηση. Η πραγματικότητα είναι άλλωστε σύνθετη και δεν μπορείς να την απλοποιείς και να δείχνεις ένα μόνο πράγμα. Δεν μπορείς να τη συρρικνώνεις σε μια ειρωνική αποστροφή ή σε ένα θέατρο με λογοτεχνική διάσταση. Χρειάζεται κάθε φορά να απαντήσω γιατί με ευχαριστεί, για παράδειγμα, ο Μάκβεθ. Ο Μάκβεθ δεν αναφέρεται στα προβλήματα ενός βασιλιά, αλλά σε ζητήματα θεμελιώδη, σε μια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, σε θέματα, δηλαδή, και της δικής μας ζωής. Ο ηθοποιός πρέπει να εκλαμβάνεται ως μια αναλογία της ζωής. Το θέατρο δεν έχει σχέση με την επίδειξη ικανοτήτων, αλλά με μια διαδικασία που οδηγεί στο εσωτερικό της ανθρώπινης υπόστασής μας. Για αυτό έχουμε ανάγκη το όραμα της παιδικής ηλικίας του θεάτρου, το ιερό στοιχείο αυτής της ηλικίας, αλλά και τη θηλυκή, μητρική διάσταση του θεάτρου που μάς οδηγεί με ιστορίες, συχνά μέσα από μια διαδρομή λαθών, να αναλογιστούμε τη θέση μας ανάμεσα στο καλό και το κακό».