Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Ο διασημότερος συνθέτης της Πολωνίας, καλεσμένος του Φεστιβάλ Αθηνών, παρουσίασε τον Ιούνιο του 2009, στην αίθουσα Φίλων της Μουσικής του Μεγάρου, ένα ξεχωριστό πρόγραμμα: η ορχήστρα «Sinfonia Varsovia» με μαέστρο τον ίδιο ερμήνευσε τα έργα του: «Angus Dei» (μεταγραφή για έγχορδα), «Κοντσέρτο για βιόλα και ορχήστρα» (μεταγραφή για βιολοντσέλο και ορχήστρα) με σολίστ τον Ντανζούλο Ισιζάκα και τη «Συμφωνία αρ. 2».
Ο Πεντερέτσκι άρχισε να γίνεται γνωστός τη δεκαετία του ’60 για την ακραία πειραματική του διάθεση, με έργα όπως τα «De natura sonoris» και «Κατά Λουκάν πάθη». Αργότερα, στράφηκε σε παραδοσιακότερους ήχους και φόρμες, ενώ η μουσική του έγινε ευρύτερα γνωστή από την κινηματογραφική της χρήση στη «Λάμψη» του Κιούμπρικ και τον «Εξορκιστή» του Φρίντκιν.
Το «Angus Dei» αποτελεί μέρος του ιστορικού έργου σας «Polish Requiem». Με ποια αφορμή το συνθέσατε;
«Γράφτηκε μετά το θάνατο του καρδινάλιου Βισίνσκι, ενός ξεχωριστού προσώπου στην Ιστορία της μεταπολεμικής Πολωνίας. Υπήρξε αντικομμουνιστής, φυλακίστηκε, ήταν ένας αληθινός αγωνιστής της ελευθερίας».
«Η θρηνωδία για τα θύματα της Χιροσίμα» γράφτηκε, επίσης, για μια από τις σκοτεινότερες στιγμές της ανθρωπότητας.
«Ναι. Αν και από τα 130 και πλέον έργα, που έχω συνθέσει, μόνο πέντε αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα. Οταν ζεις σε δύσκολες εποχές, νιώθεις την ανάγκη να αγωνιστείς για την ελευθερία. Εγώ επέλεξα να αντισταθώ με τη μουσική μου, συνέθεσα το “Πολωνικό Ρέκβιεμ” για τα δεινά της χώρας μου και τη “Θρηνωδία για τα θύματα της Χιροσίμα”».
Η «Θρηνωδία» είναι έργο πειραματικό σε αντίθεση με το «Πολωνικό Ρέκβιεμ», που ακολουθεί πιο αποδεκτούς δρόμους. Πώς θα το περιγράφατε;
«Εχει την κλασική φόρμα ενός ρέκβιεμ, είδος με το οποίο έχουν ασχοληθεί σπουδαίοι συνθέτες όπως ο Μότσαρτ, ο Βέρντι, ο Ντβόρζακ. Στη “Θρηνωδία” είχα πειραματιστεί αρκετά. Τη δεκαετία του ’80 όταν έγραφα το “Ρέκβιεμ” η εποχή του πειραματισμού είχε παρέλθει…».
Ενα μέρος του «Ρέκβιεμ» αξιοποίησε το 2007 ο Αντρέι Βάιντα στην ταινία «Κατίν», για τις μαζικές δολοφονίες Πολωνών το 1940 από τα σοβιετικά στρατεύματα…
«Ο θείος μου ήταν ανάμεσα στα θύματα αυτής της γενοκτονίας. Εδωσα αμέσως στον Βάιντα την άδεια να αξιοποιήσει στην ταινία του το “Angus Dei” και κάποια άλλα μουσικά μέρη. Η σφαγή στο Κατίν ήταν ένα θέμα ταμπού στην κομμουνιστική Πολωνία. Δεν συζητιόταν ποτέ ανοιχτά, αν και όλοι γνωρίζαμε με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί».
Η κομμουνιστική Πολωνία διέφερε από τις υπόλοιπες χώρες του ανατολικού μπλοκ;
«Αρκετά. Ηταν πιο ελεύθερη. Είμαστε διαφορετικό έθνος, ανεξάρτητος λαός. Ποτέ δεν κάναμε ό,τι ακριβώς ήθελαν οι άλλοι από εμάς. Αγωνιστήκαμε σκληρά εναντίον των Ρώσων, εναντίον των Γερμανών. Δεν ήταν εύκολο να υποταχθούμε. Παραδόξως στις δύσκολες εποχές η άνθηση των τεχνών ήταν εντυπωσιακή. Νομίζω ότι το καλύτερο θέατρο, το καλύτερο σινεμά, η καλύτερη μουσική στην ιστορία της Πολωνίας δημιουργήθηκε στις πιο σκοτεινές στιγμές της, από το 1950 μέχρι και το 1980».
Πώς το εξηγείτε;
«Λόγω της τεταμένης πολιτικής κατάστασης. Συχνά οι χώρες που δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα δεν παράγουν και σπουδαία τέχνη. Για μας η τέχνη ήταν εργαλείο του αγώνα μας. Μας επέτρεπε να αντιστεκόμαστε στην αισθητική του Ζντάνοφ. Σήμερα που όλα επιτρέπονται ο πολιτισμός χάνει τη δύναμή του».
Είστε ικανοποιημένος από τη σύγχρονη πολιτική κατάσταση στην Πολωνία;
«Είμαστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως κι εσείς, απολύτως ελεύθεροι, χωρίς να μας λείπουν, όμως, τα προβλήματα».
Πιο κοντά στον Πικάσο
Ενώ ξεκινήσατε ως αβάν-γκαρντ συνθέτης, ακολουθήσατε πιο συμβατούς μουσικούς δρόμους. Γιατί;
«Δεν ανήκω στους καλλιτέχνες που ακολουθούν τον ίδιο αισθητικό δρόμο σε όλη τους τη ζωή, όπως ήταν ο Σαγκάλ. Ο Πικάσο κάθε τρία χρόνια άλλαζε ύφος. Βρίσκομαι πιο κοντά στον Πικάσο. Κάθε πέντε χρόνια η μουσική μου αλλάζει. Ανακαλύπτω κάτι καινούργιο, επιστρέφοντας ακόμα και σε παλαιότερες μουσικές φόρμες, άλλοτε εμπνέομαι από την τζαζ, άλλοτε από την ηλεκτρονική μουσική. Στις πειραματικές αναζητήσεις των δεκαετιών του ’50 και του ’60 φτάσαμε τη μουσική στα όριά της. Μετά, αυτή η αναζήτηση έχασε το ενδιαφέρον της, έγινε σχολαστική και βαρετή».
Η μουσική σας έχει ακουστεί και σε αρκετά διάσημες ταινίες, στη «Λάμψη» και στον «Εξορκιστή». Είχατε πάντοτε στενή σχέση με το σινεμά;
«Στη νεότητά μου έγραψα μουσική για αρκετές πειραματικές ταινίες μικρού μήκους. Στη συνέχεια άρχισα να συνθέτω μουσική για το θέατρο. Συνεργάστηκα στενά με τον πρωτοπόρο δημιουργό του πολωνικού θεάτρου Ταντέους Κάντορ, που ήταν και ξάδερφός μου. Εάν μια σύνθεση είναι κατάλληλη να εξυπηρετήσει την ιδέα ενός κινηματογραφιστή, όπως συνέβη με τον Κιούμπρικ, μπορεί να το κάνει. Αν και η μουσική ως αφηρημένη τέχνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί παντού, ακόμα και η ίδια σύνθεση, σε εντελώς διαφορετικές ταινίες».
Αγαπάτε, επίσης, τη φύση. Είναι αλήθεια ότι στο κτήμα σας έχετε περισσότερα από 1.000 δέντρα;
«Είναι το μεγάλο μου πάθος. Ο κήπος μου ξεκίνησε να δημιουργείται σ’ ένα μεγάλο πάρκο στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Σήμερα περνάω αρκετές ώρες εκεί, συνθέτω μουσική ανάμεσα στα δέντρα, πιο λυρική, θα έλεγα, από το παρελθόν. Αυτή είναι η κιβωτός μου. Ο κήπος μου είναι μια από τις ημιτελείς Συμφωνίες μου, που δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί ποτέ…».
Στην εκκλησία αισθανόμουν ελεύθερος
– Ηταν εύκολο για έναν συνθέτη να εκφραστεί σ’ ένα ανελεύθερο καθεστώς;
«Η μουσική είναι αφηρημένη τέχνη. Είμαι τυχερός που δεν υπήρξα συγγραφέας αλλά συνθέτης. Οι μεγαλύτεροι περιορισμοί υπήρχαν στις δεκαετίες ’40, ’50 μέχρι και τον θάνατο του Στάλιν. Στη συνέχεια η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται. Δεν αποδεχτήκαμε ποτέ πλήρως τον κομμουνισμό, εξαιτίας της επιρροής που είχε πάντοτε στη χώρα η Εκκλησία. Ανάμεσα στην απίστευτη κομμουνιστική προπαγάνδα και στο ψεύδος που κυριαρχούσε, ήταν ένα άσυλο, το μόνο μέρος όπου αισθανόσουν ελεύθερος. Γι’ αυτό ίσως συνέθεσα τόσα πολλά θρησκευτικά έργα».