Από τον Γώργο Καρουζάκη
Λίγες μέρες πριν από το μεγάλο σεισμό της Αθήνας, το Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου του 1999, συνάντησα στην Ύδρα, πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου, τον Λέοναρντ Κοέν. Κάθισα δίπλα του στο τραπέζι ενός καφενείου μπροστά στο λιμάνι, είδαμε μαζί τον ήλιο να δύει και ανταλλάξαμε μερικές άσκοπες κουβέντες. Η άφιξή του στο νησί, ύστερα από μια δεκαετία απουσίας, ήταν θέμα συζήτησης παντού, με τους ντόπιους να μιλούν για την επανεμφάνισή του σαν να επρόκειτο για την επιστροφή ενός αποδημητικού πουλιού ή ενός ξεχασμένου φίλου. «Ήρθε κι ο Κοέν φέτος», έλεγαν.
Η πρώτη συνάντησή μας έγινε το πρωί εκείνης της ημέρας σε ένα καφέ· κοντά στην αρχή του δρόμου προς το Μανδράκι. Μετά τις τυπικές συστάσεις, του ζήτησα να κάνουμε μια κουβέντα για την εφημερίδα. Αρνήθηκε ευγενικά· και χωρίσαμε με την αόριστη υπόσχεση να τα ξαναπούμε. Η τελευταία εικόνα που είχα τότε για εκείνον στο μυαλό μου ήταν μια φωτογραφία του στα βουνά του Λος Άντζελες: με ξυρισμένο κεφάλι, ντυμένος με μαύρο ράσο, προσευχόταν στο βουδιστικό κέντρο που συνήθιζε να αποσύρεται. Στην Υδρα, με καφέ βερμούδα και μαύρο T-shirt, έμοιαζε γήινος και προσιτός.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας συναντηθήκαμε ξανά. Καθόταν μόνος του στο μπροστινό τραπέζι ενός κεντρικού καφέ. Δέχτηκε πρόθυμα να κουβεντιάσουμε, αφού μια συνέντευξη με δημοσιογραφικές ερωτήσεις είχε αποκλειστεί. Ήταν λιγομίλητος. Σχολίαζε όσα άκουγε με μικρές, σύντομες φράσεις. Είπε ότι ανακάλυψε τυχαία την Υδρα, ότι αγάπησε τη Νέα Υόρκη, ότι δεν έμαθε ποτέ να τραγουδά και γι’αυτό είχε επιλέξει να αφηγείται, στην ουσία, τους στίχους του, ότι λάτρευε την ώρα της δύσης που όλα αρχίζουν να ηρεμούν, ότι ο νεροχύτης του σπιτιού του στην Ύδρα ήθελε επισκευή. Για την επιλογή του γιου του να ακολουθήσει τα βήματά του ύψωσε το δάχτυλο προς τον ουρανό, λέγοντας: «Εκείνος αποφασίζει».
Έκανε πολλές ερωτήσεις για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Ενορχήστρωνε γαλήνια, αδιόρατα, τη συζήτηση με κάθε μικρή φράση, με τις παύσεις, τις διακριτικές χειρονομίες του. Με έναν τρόπο που αισθανόσουν ότι δεν μιλούσες με μια μυθική προσωπικότητα, αλλά με έναν βαθιά ευγενικό άνθρωπο, έναν Ύδραίο, έναν μακρινό συγγενή.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιoδικό «Κ» της εφημερίδας «Η Καθημερινή», τεύχος 703 – 20.11.2016