Το βράδυ της παραδοσιακής ελληνικής γιορτής Κωνσταντίνου και Ελένης, παραμονές της ψηφοφορίας του τρίτου Μνημονίου στη Βουλή των Ελλήνων, έκλεισα καλά τα παντζούρια και ούτε έψαξα να βρω την πανσέληνο του Μάη με το στεφάνι στα μαλλιά, που έπαιζε κρυφτό στο θολό αφρικάνικο νεφέλωμα. Σφράγισα τα παραθυρόφυλλα κρατώντας την ανάσα μου, να μη μείνει χαραμάδα μισάνοιχτη, και θυμήθηκα Tο Παιχνίδι της Σφαγής του Ιονέσκο, που οι άνθρωποι, καθώς πέθαιναν χωρίς αιτία, βούλωναν τις τρύπες με στόκο να μην περάσει μέσα το θανατικό. Kαι μόνο τρεις νεόπλουτες κυρίες, που νόμιζαν πως ο ιός κτυπάει μόνο τα κατώτερα στρώματα, πέθαναν η μία πάνω στην άλλη, πίνοντας το απεριτίφ τους στο σικ καφέ της πόλης – φάντασμα. Έτσι κι εγώ σφράγισα το σπίτι, κι έβαλα πανιά στα κενά κάτω από τις πόρτες να μην τρυπώσει αυτό το ύπουλο πράγμα – κάτι σαν κοπανισμένα κόκαλα νεκρών ανθρώπων και προϊστορικών ζώων που τα πήρε και τα σήκωσε ο καιρός – γιατί το μεσημέρι που κατέβηκα στην πόλη έχασα τον προσανατολισμό μου, όταν έχασα την Ακρόπολη απ’ τα μάτια μου κι έχασα το φως μου, κι έπεσα πάνω σε μια κολόνα που είχε πάνω ένα χαρτόνι του καλλιτέχνη Τim Etchells δεμένο με σύρμα απέναντι από το Σύνταγμα – κι άλλα πολλά άσπρα χαρτιά του με μαύρα γράμματα ήταν κολλημένα με κόλλα στους τοίχους πάνω από άλλα κολλημένα χαρτιά με λόγια άλλων, και το χαρτόνι μέσα στο θάμπος μιλούσε κι έλεγε: κάντε κάτι, κάτι πρέπει να γίνει, κάτι πρέπει να αλλάξει, ακριβώς όπως η Γουίνι του Μπέκετ μέσα απ΄το λάκκο της κραύγαζε. Κι έκρυψα με την ανάστροφη των χεριών μου το πρόσωπό μου και έντρομη είδα τα μεγάλα μου νύχια, κι έβγαλα την λίμα από την τσάντα μου και λιμάροντας τα νύχια μου στην Πανεπιστήμιου έψαχνα στη ερημιά του μυαλού μου το επόμενο κοινότοπο μήνυμα μέχρι να βραδιάσει.