Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Ας το πούμε από την αρχή: βιβλία όπως το μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιανό “Στο café της χαμένης νιότης” επιστρέφουν στη λογοτεχνία την ορμητική δύναμη και τις αρετές που συχνά στερείται.
Το βιβλίο του Μοντιανό, αν και διαδραματίζεται στο Παρίσι του ‘60, στη θρυλική rive gauche, στα στέκια των μποέμ, δεν προκαλεί τη γνώριμη νοσταλγική αναπόληση του παρελθόντος ή της νιότης που πέρασε, ούτε θρηνεί πάνω από τα ερείπια των χαμένων ιδεολογιών. Ο Μοντιανό μέσα από τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας, της αινιγματικής Λουκί, αποκαλύπτει διακριτικά την ευθραυστότητα της ζωής και την ψυχή μιας πόλης, τη σκληρή και μελαγχολική ομορφιά του Παρισιού.
Η Λουκί είναι πρόσωπο με «θαμπή» ταυτότητα. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της. Μεγάλωσε μόνη, σιωπηλά σ’ ένα άδειο σπίτι, περιμένοντας τη μητέρα της να επιστρέψει από τη νυχτερινή δουλειά της στο Moulin-Rouge. Δεν άργησε να βγει στους δρόμους, να περιπλανηθεί σε αλλόκοτα μέρη, να νιώσει οικεία δίπλα σε άλλους μοναχικούς ανθρώπους.
Η πιο φωτεινή στιγμή της είναι όταν εισέρχεται από μια στενή πόρτα στο café «Conde» και γίνεται μέλος μιας παράξενης παρέας αποτελούμενης από μποέμ, εκκολαπτόμενους συγγραφείς, φοιτητές, πότες και ανθρώπους που ζουν δίχως αύριο στον ίσκιο της λογοτεχνίας και των τεχνών. Εκεί θα αποκτήσει το ψευδώνυμο Λουκί, αφήνοντας πίσω τον παλιό της εαυτό κι έναν βαρετό σύζυγο. Και από εκεί θα συνεχίσει μέχρι τέλους το μοναχικό και δύσκολο ταξίδι της στον κόσμο, με μοναδικές αναλαμπές του, τη μέθη από μια αδιάκοπη επιθυμία για φυγή.
Το πορτρέτο της Λουκί σκιαγραφείται μέσα από τις αφηγήσεις των ανθρώπων που τη γνώρισαν ή την είδαν να περνά σαν σκιά από τη ζωή τους: τον πρώην σύζυγό της, έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, έναν μυθιστοριογράφο. Η ίδια περιγράφει επίσης σ’ ένα κεφάλαιο του βιβλίου την περιπλάνησή της στην πόλη μ’ ένα αίσθημα σπαρακτικής ελευθερίας: «Περπατούσα, ανυπομονώντας να φτάσω στο τέλος, εκεί όπου ήταν μόνο το γαλάζιο του ουρανού και το κενό».
Η ιστορία και η περιπλάνηση της Λουκί δίνει την ευκαιρία στον Μοντιανό να χαρτογραφήσει το Παρίσι, τα κτίρια, τα καφέ, τα βιβλιοπωλεία, τις γειτονιές, τις λεωφόρους, τις πεζογέφυρες του εναέριου μετρό. Και να μιλήσει, εν τέλει, για τις «ουδέτερες ζώνες» της πόλης και του ανθρώπινου ψυχισμού: για χώρους μεταβατικούς όπου κανείς δεν σου ζητά ταυτότητα, για τις επιθυμίες και όλους εκείνους τους ανθρώπους που περνάνε από τη ζωή μας και χάνονται στη δίνη της πόλης και στο βάθος των δρόμων. Για πάντα.
Στο café της χαμένης νιότης
Εκδόσεις Πόλιs. Μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης
Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Lifo (04/2008)