- Σάββατο βράδυ στο Παρίσι. Φωτογραφία από το περιοδικό Paris Match
Ήταν θέμα ωρών να κάνουν την εμφάνισή τους, σε κοινωνικά δίκτυα και σε διαφόρων ειδών ιστοσελίδες, τα γνωστά τέρατα ψυχραιμίας. Όσοι, δηλαδή, προσπερνούν με μεγάλη ευκολία το νωπό αίμα των ανυπεράσπιστων πολιτών που έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις στη γαλλική πρωτεύουσα για να ερμηνεύσουν μονοσήμαντα, με παγερή αποστασιοποίηση, τα τραγικά γεγονότα.
Τέτοιου είδους αντιδράσεις απέναντι σε τρομοκρατικά γεγονότα, δεν είναι πρωτότυπες ούτε και πρόσφατες. Το ίδιο συνέβη και με τις δολοφονικές επιθέσεις στη Νέα Υόρκη στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Ήταν και τότε αποδεκτό, για να μην πούμε επιβεβλημένο σε ορισμένους κύκλους, να θεωρείς τα φλεγόμενα σώματα, που έπεφταν στο κενό από τα κτίρια του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, γκρίζες κουκκίδες στη τηλεοπτική οθόνη, ελάχιστη τιμωρία και Θεία Δίκη προς την υπερδύναμη για τα παγκόσμια κρίματά της.
Το ανατριχιαστικό σε αυτή την αντίδραση δεν είναι μόνο ο κυνισμός, η αδιαφορία και η ελάχιστη συναίσθηση της κατάστασης του πρoσώπου – έχει ανάσα, δέρμα, μάτια, βηματισμό μέσα στην πόλη- που πλήττεται από την τρομοκρατική πράξη και πεθαίνει βίαια.
Η κουκκίδα που φλέγεται και βουτά στο κενό από την κορυφή του ουρανοξύστη, το δεκαεξάχρονο κορίτσι που πήγε στη συναυλία στο Βataclan και αγνοείται, δεν είναι εκπρόσωποι ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που η δολοφονία τους μπορεί να συμψηφιστεί με μια άλλη στυγνή δολοφονία σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Αν αποδεχτούμε το τελευταίο, εισχωρούμε αυτομάτως στη συντηρητική και καθόλου ριζοσπαστική περιοχή του μίσους. Κρυβόμαστε πίσω από το προσωπείο μιας ιδεολογίας. Αυτού του ιερού και καθαγιασμένου υπερόπλου των τρομοκρατών, που κάποιοι θεωρούν ότι μπορεί να δικαιώσει ηθικά, και στη δική τους κοντόφθαλμη συνείδηση, το αιματοκύλισμα και τη δολοφονία αθώων ανθρώπων.
Γιώργος Καρουζάκης