Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Η περιπλάνηση στην Κούβα της δεκαετίας του ’90 στο βιβλίο «H Βρώμικη Tριλογία της Αβάνας» (εκδ. «Μεταίχμιο») του Κουβανού συγγραφέα Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες μοιάζει με ζοφερό ταξίδι στην κόλαση, με σπουδή στην ανθρώπινη παρακμή. Ο αναγνώστης, ακολουθώντας τον κυνικό ήρωα Πέδρο Χουάν στις ιστορίες του σπονδυλωτού βιβλίου του Γκουτιέρες, έρχεται αντιμέτωπος με την εξαθλίωση του κουβανικού λαού στα δύσκολα χρόνια της πείνας, την εποχή της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης.
Η μουσική, ο χορός, το ποτό και το εύκολο σεξ λειτουργούν σαν το ύστατο καταφύγιο του ήρωα. Ο Πέδρο Χουάν δεν κινείται στην τουριστική Κούβα. Καταδύεται στις υποβαθμισμένες γειτονιές και στα γκέτο της Αβάνας. Εκεί που δεκάδες άνθρωποι στοιβάζονται σε ελάχιστα τετραγωνικά, τρώνε και πίνουν φτηνό ρούμι δίπλα στους υπονόμους και εκπορνεύονται για λιγοστά δολάρια προκειμένου να επιβιώσουν. Η άγρια μοναξιά του Πέδρο Χουάν καταπνίγεται στο ποτό και το σεξ, πάντοτε βίαιο και απεγνωσμένο σαν καταγγελία για τα δεινά της ζωής του και της χώρας του.
Ο Γκουτιέρες, πριν γίνει συγγραφέας (πολυμεταφρασμένος σήμερα στην Ευρώπη), δούλευε ως δημοσιογράφος. Η έκδοση της «Βρώμικης Tριλογίας της Αβάνας» στάθηκε, όμως, αφορμή για να χάσει τη δουλειά του. Του είπαν ότι δεν χρειάζονται πια τις υπηρεσίες του. Στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, με τη συμβολή της Ελληνίδας μεταφράστριάς του Κλεοπάτρας Ελαιοτριβιάρη, αρνήθηκε να απαντήσει άμεσα σε οποιαδήποτε πολιτική ερώτηση. Οταν τον ρωτήσαμε να μας πει αν φιμώνονται ή απειλούνται με θάνατο οι αντιφρονούντες δημοσιογράφοι στη χώρα, μάς αποκάλεσε κακεντρεχείς!
– Η Αβάνα του βιβλίου σας μοιάζει μ’ έναν πρώην ουτοπικό παράδεισο που έχει μετατραπεί σε φρικτή κόλαση. Ηδονική, γοητευτική αλλά και αφόρητη. Αρκετοί Δυτικοί την αντιμετωπίζουν ως μια χώρα για χορό και εύκολο σεξ και συντηρούν μια φολκλόρ άποψη για την επανάσταση. Ηταν στις προθέσεις σας να καταγράψετε την παρακμή της ή απλώς θελήσατε να μιλήσετε με αμεσότητα για την καθημερινότητα της;
«Νομίζω ότι ξεχνάτε πως είμαι ένας απλός συγγραφέας. Δεν είμαι ούτε κοινωνιολόγος, ούτε ανθρωπολόγος, ούτε δημοσιογράφος, ούτε πολιτικός. Είμαι συγγραφέας και τίποτε άλλο. Και ένας συγγραφέας το μόνο που κάνει είναι να διηγείται ιστορίες που του φαίνονται ενδιαφέρουσες, τρομακτικές, ανατριχιαστικές, τρελές ή οτιδήποτε άλλο. Εμένα τουλάχιστον αυτό με ενδιαφέρει: να διηγούμαι δυνατές ιστορίες που αποκαλύπτουν τη σκοτεινή και άγρια πλευρά της ζωής. Τις σαχλαμάρες τις αφήνω για χλιαρούς συγγραφείς που ζουν τις βαρετές ζωές τους σε πλούσιες και ήσυχες χώρες. Η ζωή μου και η ζωή των γειτόνων μου στην Αβάνα είναι πολύ έντονη, πάντα στο χείλος της αβύσσου. Για τι άλλο να γράψω λοιπόν; Για έναν υπαλληλάκο που βαριέται, δουλεύει σε μια τράπεζα, πηγαίνει στον ψυχαναλυτή του μία φορά τη βδομάδα και έχει προβλήματα ανικανότητας τις δύο και μόνο φορές στη ζωή του που κοιμήθηκε με γυναίκα; Δεν νομίζω…».
– Επανέρχομαι στο ερώτημα, επειδή αρκετοί αριστεροί της Δύσης δείχνουν να αδιαφορούν πραγματικά για το πώς ζουν οι άνθρωποι στη χώρα σας. Χρησιμοποιούν την Κούβα ως επαναστατικό άλλοθι, παραβλέποντας στην ουσία τις δοκιμασίες των πολιτών της.
«Εχω μια περισσότερο φιλοσοφική άποψη γι’ αυτό το θέμα. Πιστεύω ότι οι λαοί ωριμάζουν σιγά – σιγά όπως και οι άνθρωποι. Οι Κουβανοί διανύουμε αυτή τη στιγμή μια άσχημη περίοδο. Και, όπως είναι λογικό, υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι που το εκμεταλλεύονται. Ωστόσο, είμαι αισιόδοξος. Η Ευρώπη το 1945 ήταν σε παρόμοια, αν όχι χειρότερη κατάσταση. Εχετε διαβάσει το βιβλίο “Μια γυναίκα στο Βερολίνο”, άγνωστης συγγραφέως; Αν το διαβάσετε θα καταλάβετε καλύτερα αυτό που θέλω να πω. Ο μόνος τρόπος που έχουμε για να μπορέσουμε να αντέξουμε αυτά τα δύσκολα χρόνια είναι το γέλιο, η μουσική, η χαρά και η βεβαιότητα ότι όλα θα πάνε καλύτερα».
– Η «Βρώμικη Τριλογία της Αβάνας» αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στην εποχή μεγάλης κρίσης, πείνας και φτώχειας στην Κούβα της δεκαετίας του ’90. Τι προκάλεσε αυτή την κρίση; Αλλαξε κάτι προς το καλύτερο από τότε;
«Ναι, η κατάσταση έχει βελτιωθεί αρκετά. Τα χρόνια αυτά, περίπου από το 1991 μέχρι το 1998, δεν εύχομαι να τα ζήσει ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Το θέμα είναι ότι δεν υπάρχει πληροφόρηση γι’ αυτό που συνέβη πραγματικά στην Κούβα εκείνα τα χρόνια και το πώς επιβιώσαμε. Κάποια μέρα θα γίνουν όλα γνωστά. Προς το παρόν σιγά – σιγά τα πράγματα βελτιώνονται».
– Η ωμή γλώσσα που χρησιμοποιείτε, ο τρόπος που περιγράφετε τις σεξουαλικές σκηνές θα έκανε πολλούς δυτικούς συγγραφείς και σεμνότυφους αναγνώστες να κοκκινίσουν από ντροπή. Εχει πολιτική διάσταση αυτή η επιλογή; Κάποια στιγμή ο ήρωας του βιβλίου, λέει: «Μόνο μια τέχνη εξαγριωμένη, άσεμνη, βίαιη, άξεστη μπορεί να μας δείξει την άλλη όψη του κόσμου…». Συμμερίζεστε την άποψή του;
«Αυτό είναι ένα στοιχείο έντονο στη “Βρώμικη Τριλογία της Αβάνας”. Στα υπόλοιπα πέντε βιβλία που εντάσσονται στον Κύκλο του Κέντρου της Αβάνας διακρίνεται συνολικά η εξέλιξη του βασικού χαρακτήρα: από το θυμό και την τρομακτική βιαιότητα ώς την απόμακρη και νευρωτική μελαγχολία, στο τελευταίο βιβλίο του κύκλου που τιτλοφορείται “Σάρκα σκύλου” (Carne de perro). Στο έργο μου τίποτα δεν έχει πολιτική διάσταση διότι δεν με ενδιαφέρει πια η πολιτική. Με ενδιαφέρει η ανθρώπινη διάσταση, δηλαδή η ποιητική, πνευματική διάσταση κάθε χαρακτήρα και κάθε κατάστασης. Ολα τα υπόλοιπα είναι άσχετα και δεν έχουν σημασία».
– Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο σας;
«Είναι πολύ αυτοβιογραφικό. Αλλά και μυθοπλαστικό. Η πραγματική ζωή μου είναι πολύ πιο τραχιά και χαοτική, με μεγαλύτερες δόσεις τρέλας και απόγνωσης. Αλλά δεν με ενδιαφέρει να γράψω την αλήθεια της ζωής, αλλά τη λογοτεχνική αλήθεια που είναι κάτι διαφορετικό. Μεγάλη σύγχυση, ε; Ναι, αυτό θέλω να κάνω. Να δημιουργήσω σύγχυση, να αποπλανήσω και να αιχμαλωτίσω τον αναγνώστη. Να μην ξέρει ποτέ που βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία».
– Ποια είναι η κοινωνική και η πολιτική κατάσταση αυτή τη στιγμή στην Κούβα; Τι θεωρείτε ότι μπορεί να αλλάξει στη χώρα όταν ο Φιντέλ Κάστρο δεν θα κυριαρχεί;
«Δεν κάνω πολιτικές προγνώσεις. Σας είπα ήδη ότι είμαι ένας απλός συγγραφέας. Μπορείτε να πάτε στην Κούβα και να ρωτήσετε τους πολιτικούς, υποθέτω».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» στις 25/09/2007