Ράγισε η καρδιά μας με τους πρόσφυγες στον καταυλισμό. Να ‘ναι η παιδεία μας… να ‘ναι το φιλότιμό μας… που ξύπνησε με τη νέα φτώχεια … ο ελληνικός ουρανός… που έγινε πιο γαλανός; Στη γειτονιά του πατέρα μου – πρόσφυγα από το Γκιονέν της Μικράς Ασίας – οι μανάδες, άμα τον βλέπανε να γυρίζει ξυπόλυτος με το τσουβάλι στον ώμο, φώναζαν στα παιδιά τους: «φύγε από κει βρε, θα σε φάει ο πρόσφυγας». Τώρα, τα σωματεία αλληλεγγύης ρίχνουν σχοινιά για να περάσουν οι πρόσφυγες το ποτάμι. Μαζεύουν στο Σύνταγμα βουνά με πάμπερς, παιχνίδια και κριθαράκι. Μια παλίρροια συμπόνιας έσκασε στον λόφο του Παρθενώνα … γλύφει τα αρχαία μάρμαρα: αγαπάμε τους πρόσφυγες, είναι η νέα χαρά, το νέο νόημα, το μήνυμα, η νέα απελπισία μας. Στα συσσίτια της ενορίας, τα μεγάλα σούπερ μάρκετ στέλνουν μανιτάρια τρούφες, ρύζι μπασμάτι, βολβούς, σπαράγγια και γκουρμέ εδέσματα. Τα αδέσποτα γίνανε σαν γουρούνια απ’ τα αποφάγια. Η αγάπη μάς ενώνει σε ποιητικές βραδιές: πέφτουν βροχή, σαν κομφετί τα κριθαράκια, και τεράστιες καρμπονάρες αγκαλιάζουνε σπειροειδώς τις λέξεις και τους στίχους σε μια διονυσιακή ευωχία: Ευοί Ευάν! Γιατί εκεί που ο ακροδεξιός βλέπει αναποδογυρισμένες βάρκες και γελάει χαιρέκακα, ο διανοούμενος βλέπει κριθαράκι στο ντουλάπι της μαμάς και φαντασιώνεται ποιητικές βραδιές δίπλα στο ποτάμι με γιουβέτσια για τους πρόσφυγες πάνω στην λάσπη.