Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Οι Gilbert & George, το αχώριστο δίδυμο με τις στυλιζαρισμένες κινήσεις και τα παλιομοδίτικα κοστούμια, αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης βρετανικής τέχνης. Η ριζοσπαστική εποχή που επινοούσαν τους εαυτούς τους και στέκονταν στις γκαλερί ως «ζωντανά γλυπτά» μοιάζει λιγάκι μακρινή, αλλά, τουλάχιστον, η δημιουργικότητά τους δεν δείχνει να έχει καμφθεί.
Στα χρόνια που έχουν περάσει έχουν αναμείξει στην τέχνη τους -στα ιδιόμορφα κολάζ, στις περφόρμανς και τις επικές φωτογραφικές συνθέσεις τους- ετερόκλητες ιδέες και υλικά: τις σωματικές εκκρίσεις με τη θρησκεία, το αγοραίο σεξ με την πολιτική, τη βία με τη μουσική. Έχουν, επίσης, τιμηθεί με το Βραβείο Turner, έχουν εκπροσωπήσει τη Μεγάλη Βρετανία στην Μπιενάλε της Βενετίας και απορώ πώς ο Ντάνι Μπόιλ δεν σκέφτηκε να τους συμπεριλάβει, με κάποιον τρόπο, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Δεν έκρυψαν ποτέ τον θαυμασμό τους για τη Μάργκαρετ Θάτσερ, δηλώνουν Συντηρητικοί που κάνουν αριστερή τέχνη, αν και απεχθάνονται, όπως λένε, τους «σοσιαλιστές» αναγνώστες της «Guardian»: «Τους έχετε δει πώς παραγγέλνουν στα ακριβά εστιατόρια του Ιστ Εντ; Είναι τόσο υπερόπτες. Δίνουν διαταγές με το βλέμμα στραμμένο στο μενού και αποφεύγουν να ρίξουν έστω και μια ματιά στο γκαρσόνι», έλεγαν σε παλιότερη κουβέντα μας.
Η Ελλάδα είναι αγαπημένος τους προορισμός, αφού παρουσιάζουν σχεδόν κάθε νέα τους δουλειά στην γκαλερί Bernier/Eliades της Αθήνας, ενώ το 2001 το «Εργοστάσιο» της ΑΣΚΤ φιλοξένησε μια μεγάλη αναδρομική τους έκθεση.
Αυτές τις μέρες δείχνουν ξανά στην γκαλερί Bernier/Eliades τη νέα τους έκθεση με τίτλο «London Pictures». Ο φωτεινός χώρος της γκαλερί έχει σκιαστεί από τις ασπρόμαυρες, μεγάλων διαστάσεων συνθέσεις τους που μεταφέρουν στην Αθήνα τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του μητροπολιτικού Λονδίνου. Τα έργα τους δημιουργήθηκαν από τις αφίσες-κράχτες που καλύπτουν τα stands στον δημόσιο χώρο της βρετανικής πρωτεύουσας για να διαφημίσουν τα πρωτοσέλιδα των λαϊκών εφημερίδων.
Στους πίνακές τους αναγνωρίζεις τις γραμματοσειρές και την ίδια ελλειπτική γλώσσα με την οποία διαφημίζεται στον δρόμο ένα πρωτοσέλιδο της «Evening Standard», για παράδειγμα, με τίτλους όπως: « Έφηβος μαχαιρώθηκε στην πλάτη από κλέφτη ποδηλάτου», «Κλέφτης αναπηρικής καρέκλας φυλακίστηκε», «Επιδρομή της αστυνομίας σε οίκο ανοχής», «Τρία άτομα στη φυλακή για βιασμούς σε πορνείο».
Η λέξη-κλειδί κάθε πίνακα, όπως «πορνείο», «κλέφτης», «ληστεία» «επίθεση», «φόνος», έχει τυπωθεί στο ασπρόμαυρο κείμενο κάθε σύνθεσης με κόκκινα γράμματα. Η ίδια λέξη συνοδεύει στην κάτω γωνία κάθε πίνακα το μεγεθυμένο πορτρέτο της βασίλισσας από διάφορες εποχές, όπως το ξέρουμε από τα χαρτονομίσματα. Έτσι, η προτομή της βασίλισσας συνοδεύεται, με παιγνιώδη ειρωνική διάθεση, και από τις λέξεις «κλέφτης», «επίθεση» «πορνείο» κ.ο.κ.
Πίσω από τις γραμματοσειρές διακρίνονται, μάλλον σε αμήχανες και ανέκφραστες πόζες, και τα πρόσωπα των δύο καλλιτεχνών. Οι ίδιοι θέλησαν με αυτήν τη σειρά έργων να δημιουργήσουν την αίσθηση ενός οπτικού μυθιστορήματος που να ανακαλεί τις περιπλανήσεις του Ντίκενς στις κακόφημες κι επικίνδυνες γειτονιές του Λονδίνου. Να χαρτογραφήσουν, με τα υλικά του αστικού περιβάλλοντος, το ανθρώπινο δράμα, τη δυστυχία και τα πάθη, τον βίο των σαλών και των κατατρεγμένων, την «κραυγή» των αποσυνάγωγων. Το αποτέλεσμα δεν είναι, όμως, τόσο δραματικό όσο, ενδεχομένως, θα ήθελαν. Η επεξεργασμένη μεταφορά της αγριότητας του δρόμου στους τακτοποιημένους χώρους των γκαλερί και των μουσείων αποδυναμώνει, συχνά, τις προθέσεις των καλλιτεχνών.
Η ποπ αμηχανία των συμπαθητικών προσώπων των καλλιτεχνών στους πίνακες εκφράζει, ίσως, και την αμηχανία ενός μεγάλου μέρους της σύγχρονης τέχνης να διαχειριστεί τη βίαιη και σκληρή πλευρά της ζωής. Η αισθητική τακτοποίηση υπερισχύει του σκοτεινού νοήματος. Και φέρνει στο μυαλό μερικές φράσεις από το περίφημο δοκίμιο της Σούζαν Σόνταγκ για τα φωτογραφικά ντοκουμέντα με θέμα τη φρίκη του πολέμου: «Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι άνθρωποι θυμούνται την αγριότητα μέσα από τις φωτογραφίες αλλά ότι θυμούνται μόνο τις φωτογραφίες. Και αυτή η μνήμη μέσα από τις εικόνες αποδυναμώνει, εν τέλει, άλλες μορφές κατανόησης της πραγματικότητας».
Οκτώβριος 2012