Συνέντευξη στον Γιώργο Καρουζάκη
Το βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη «Το πάθος χιλιάδες φορές» (εκδ. Καστανιώτη) εκπληρώνει με τρόπο θαυμαστό τις προσδοκίες όσων το περίμεναν με ανυπομονησία. Επαναφέρει, όμως, κι άλλες ιδιότητες της λογοτεχνίας, που οι ταχύτητες της εποχής μάλλον έχουν αμβλύνει. «Το πάθος χιλιάδες φορές» προσφέρει γενναιόδωρα στον αναγνώστη τη δυνατότητα να είναι συμμέτοχος σ’ ένα μακρύ ταξίδι σε μυστικές… ψυχικές τοποθεσίες. Ταξίδι, όχι μόνο σαγηνευτικό, αλλά και βαθιά ιαματικό. Δεν του λείπει, επίσης, το χιούμορ, εκείνο, όμως, το σχεδόν αδιόρατο χιούμορ, που μοιάζει να αποφορτίζει με την υγρασία του τις δίνες του εαυτού.
Αν και αυτοτελές, το μυθιστόρημα γεφυρώνει το πρώτο και το τρίτο βιβλίο της τριλογίας, «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Με φόντο το υποβλητικό τοπίο της υπαίθρου στη Βόρεια Ελλάδα, παρακολουθούμε, ανάμεσα σε θαυμαστά και απρόβλεπτα επεισόδια, τη διαδρομή ενός αινιγματικού κοριτσιού, της Λεύκας, από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση. Δαίμονές της είναι ο έρωτας που «τρώει τα σωθικά» και η βάσανος της γραφής και της δημιουργίας. Η Ζυράννα Ζατέλη, ήρεμη, γήινη και συντροφιά με την πιο κοινωνική γάτα του σπιτιού της, τη Σέρκα, μας μίλησε για το νέο της βιβλίο.
Νιώθετε ανάλαφρη τώρα που ολοκληρώσατε ένα ακόμη μυθιστόρημα-ποταμό 770 σελίδων; Σας ρωτάω επειδή, από ό,τι καταλαβαίνω, είναι επίπονη για σας η διαδικασία της γραφής…
«Ακόμη καλά καλά δεν το έχω πιστέψει ότι τελείωσε και ότι μπορώ να ξυπνώ το πρωί χωρίς την αγωνία της επόμενης σελίδας. Το συνειδητοποιώ λίγο λίγο, από μέρα σε μέρα. Όπως σήμερα, που πήγαινα στη λαϊκή της περιοχής μου και σκεφτόμουν πόσο καιρό είχα αλήθεια, μήνες και χρόνια, να κάνω αυτή τη διαδρομή χωρίς να με τρώει η έγνοια για την τάδε σκηνή, για το δείνα πρόσωπο, για εκείνο που εκκρεμεί, για το άλλο που προέκυψε… Ένιωθα πραγματικά ανάλαφρη, σαν να μου έλαχε ένα δώρο, αλλά και λίγο ορφανή, μετέωρη. Έτσι συμβαίνει πάντα όταν τελειώνω ένα βιβλίο, με το οποίο ξημεροβραδιάστηκα επί μακρόν, λυτρώνομαι και μαζί ορφανεύω. Θα ξεκουραστώ για κάποιους μήνες, δεν γίνεται αλλιώς, μα δεν σας κρύβω ότι θα ξαναβρώ τον εαυτό μου μόνο όταν αρχίσουν πάλι να μαζεύονται τα “σύννεφα” στο κεφάλι μου, οι υπαινιγμοί με τα μειδιάματα για την επόμενη πράξη».
Πολλοί οι νεκροί στο προηγούμενο βιβλίο σας, όπως και στους «Λύκους», μα τώρα σ’ αυτό αποφασίσατε να τους φέρετε από τον κάτω κόσμο στον επάνω. Και μοιάζουν τόσο φυσικές οι διαδρομές τους ανάμεσα στους δύο κόσμους… Τι σημαίνει για σας αυτό το προσκλητήριο νεκρών;
«Πριν απ’ όλα ότι είμαι ακόμα ζωντανή και ότι είχα τη δυνατότητα, ως μυθιστοριογράφος, να το κάνω. Όπως σε κάποια δημώδη άσματα, όπου βλέπουμε “να συντυχούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους” και δεν μας τρομάζει, το αποδεχόμαστε ως την πλέον φυσική υπέρβαση. Από πολλά χρόνια με τριγύριζε μια τέτοια ιδέα, κι ίσως οι τόσοι θάνατοι στο προηγούμενο βιβλίο μου να αποσκοπούσαν ασυνείδητα σ’ αυτή την επανάκαμψη για μια μοναδική, “μυθιστορηματική” νύχτα. Δεν καταπιάνομαι με το ερώτημα αν υπάρχει ή όχι ζωή μετά τον θάνατο, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου -υποθέτω πως μόνο οι νεκροί είναι “αρμόδιοι” να απαντήσουν-, αλλά μες στα εδάφη της μυθοπλασίας μου έχω, νομίζω, το δικαίωμα να κάνω πότε πότε τέτοια “ανήκουστα” να συμβαίνουν. Μελαγχολικό εγχείρημα κατά βάθος, που το άφησα να εξελιχθεί σε πανδαισία… Κάπως έτσι».
Είπατε πρόσφατα ότι για να πετύχετε αυτήν ειδικά τη συνύπαρξη ρεαλισμού και φαντασίας, χρειάστηκε κάποιες φορές να ισορροπήσετε πάνω σε μια τρίχα. Ποιος ήταν ο κίνδυνος;
«Η τρίχα είναι υπερβολή, ας πούμε καλύτερα πάνω σε σχοινί… Κοιτάξτε, δεν θα με ενδιέφερε να γράφω μια καθαρά εξωπραγματική ιστορία, με βρικόλακες που επιστρέφουν και τα συναφή, αν και κάποια στοιχεία αυτού του λογοτεχνικού είδους, του φανταστικού, με ήλκυαν ανέκαθεν πρέπει να πω, φυσικά και οι συγγραφείς τους -συμφωνώ με τον Λάβκραφτ, που λέει ότι το πιο παλιό και το πιο δυνατό συναίσθημα του ανθρώπου είναι ο φόβος για το άγνωστο-, γι’ αυτό και σεβάστηκα κάποιους “άγραφους νόμους”. Όπως για παράδειγμα ότι τα ιδιάζοντα αυτά άτομα, που εγείρονται τη νύχτα, έχουν διορία μέχρι το πρώτο άστρο της αυγής, όχι παραπάνω, κι όταν βγαίνουν πια στον δρόμο τα χαράματα, μετά το δείπνο, δεν είναι ορατά, παρά μόνο για ένα σκυλί, την Κούσα, που τους παίρνει στο κατόπι παίζοντας μαζί τους… Παραδέχομαι, λοιπόν, ότι δεν ήταν και το ευκολότερο πράγμα να πετύχω αυτή τη λεπτή δοσολογία και δοσοληψία μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού και συχνά είχα την αίσθηση ότι η Κούσα παίζει μεν με τους αόρατους και τους άφαντους, αλλά κι εγώ με το κεφαλάκι μου. Συνάμα το απολάμβανα ιδιαίτερα, πρέπει να το πω κι αυτό».
Το μυθιστόρημά σας μοιάζει με ένα μεγάλο ταξίδι στις πιο σκοτεινές περιοχές της ανθρώπινης ύπαρξης, στην παιδική ηλικία, στη χώρα του θανάτου, στον ανομολόγητο έρωτα, που «τρώει τα σωθικά», αλλά και στο μυστήριο αυτής καθεαυτήν της συγγραφής. Στοιχεία που ενυπάρχουν σε όλα τα προηγούμενα βιβλία σας, αλλά με το μυστήριο της γραφής μέσα από τη γραφή τώρα νομίζω καταπιάνεστε τόσο άμεσα.
«Ήταν φαίνεται ή ώρα να γίνει κι αυτό, και δεν σας κρύβω ότι με παίδεψε περισσότερο κι απ’ την επάνοδο των νεκρών. Το να γράφω είναι η μοίρα μου, κάτι που με διάλεξε και το διάλεξα, με φτιάχνει και το φτιάχνω, που χωρίς αυτό δεν υφίσταμαι, αλλά μη μου ζητήσετε να πω τον ορισμό του… Το να αποπειραθώ, λοιπόν, να γράψω για το γράψιμο μέσα από ιστορίες -χωρίς δηλαδή να κάνω δοκίμιο ή μελέτη-, κάτι στιγμές με γονάτισε, με έφερε στα πρόθυρα της απόγνωσης. Μα ήταν κι αυτό μέρος του παιχνιδιού – αυτό κι αν ήταν δηλαδή».
Στον πυρήνα της ιστορίας σας συναντάμε μια από τις πιο γοητευτικές και παράξενες ηρωίδες της ελληνικής -και όχι μόνο- λογοτεχνίας, τη Λεύκα. Ένα κορίτσι σαμάνο, ψυχοπομπό, που «βοηθάει» τους ετοιμοθάνατους να περάσουν στην άλλη όχθη, παλεύει γενναία μ’ έναν έρωτα βασανιστικό και ανεκπλήρωτο, που στοιχειώνει όλο το βιβλίο, ενώ παράλληλα ασκείται με πάθος σε μια αλλόκοτη ανάποδη γραφή. Πώς γεννήθηκε αυτό το πλάσμα;
«Η Λεύκα υπέφωσκε και στο προηγούμενο βιβλίο, βασίλευε στη σκιά ας πούμε, και με την τελευταία φράση εκεί πέρα -μέσα στις φλόγες ήταν να μπει και το σκεφτόταν- άνοιγα μάλλον λογαριασμούς μαζί της, παρά έκλεινα. Το σκέφτηκε λοιπόν, το σκέφτηκα κι εγώ, και τελικά δεν γινόταν να μη μπει σ’ αυτές τις φλόγες… Με τη μεταφορική τους έννοια βέβαια οι φλόγες, μα όχι γι’ αυτό λιγότερο “πύρινες” ή βασανιστικές».
Αινιγματικές και συγχρόνως διαφωτιστικές στην εξέλιξη της ιστορίας είναι οι σχέσεις που αναπτύσσει η Λεύκα με τα ζώα, με τα πουλιά και σπαρακτικά ανθρώπινο το δέσιμό της με τη «δίδυμη» Ωραιοζήλη, ένα παραμορφωμένο ανάπηρο κορίτσι. Όλα αυτά είναι κατά κάποιον τρόπο οι σύνδεσμοί της με κόσμους μυστικούς και άφατους;
«Είχα πάντα μια φοβερή αγάπη για τα ζώα, μα όσο μεγαλώνω δεν μπορώ να φανταστώ, όχι τη ζωή μου, αλλά την ίδια την ψυχή μου χωρίς αυτά. Κάτι σαν “εικόνα Θεού” είναι το ζώο για μένα, με πάει πολύ μακριά η παρουσία του, ή ύπαρξή του, κι έχω την αίσθηση ότι από τα μάτια των ζώων θα κριθούμε γι’ αυτό που είμαστε. Πώς θα γινόταν, λοιπόν, να μην τ’ αφήσω να ρίχνουν τη σκιά τους στις ιστορίες μου, να μην ακολουθώ τα ίχνη τους, να μη μαγεύομαι απ’ το μυστήριο της ματιάς τους, από την άφατη και αφοπλιστική “ομιλία” τους; Όσο για κείνο το άμοιρο πλάσμα, την Ωραιοζήλη, θα περιοριστώ σε μια παρατήρηση του βιβλίου που αφορά τον αδελφό της: “Γι’ αυτόν, όλα της νύχτας τα πουλιά θα θρηνούσαν από δω κι έπειτα την αδελφή του. Και μια δική τους αδελφή».
Έχετε κι εσείς κάτι το αινιγματικό ως παρουσία, ο περισσότερος κόσμος σάς θεωρεί ακριβοθώρητη, μοναχική, αν και σας έχω συναντήσει και σε εξωστρεφή μέρη. Σας θυμάμαι, για παράδειγμα, στη συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς, ή να περπατάτε ήρεμα στην Πλάκα, ή στο κέντρο της Αθήνας. Μήπως δεν είστε τόσο μοναχική, όσο νομίζουμε εμείς απ’ έξω;
«Δεν νομίζω πως είμαι ο ορισμός του μοναχικού ατόμου, όπως ούτε βέβαια και του αβάσταχτα κοινωνικού… Κλείνομαι στη γωνιά μου όταν δουλεύω, μα αυτό δεν σημαίνει ότι κλειδαμπαρώνομαι ή ότι δεν σηκώνω το τηλέφωνο άμα χτυπήσει. Σε κοσμικές εκδηλώσεις και σούρτα-φέρτα δεν θα με δείτε ασφαλώς. Αντίθετα, μου αρέσει πολύ να περπατώ, μόνη ή με παρέα -είμαι “του πεζικού”, όχι μονάχα της πεζογραφίας-, και ουκ ολίγοι από αυτούς που με θεωρούν ακριβοθώρητη, με βλέπουν συχνά στα σινεμά, συνήθως μου μιλάνε, ή σε κάποιες συναυλίες τα καλοκαίρια, ή να φροντίζω αδέσποτα γατιά… Πού το τόσο παράξενο»;
Το μυθιστόρημά σας είναι πολυσέλιδο, απαιτεί χρόνο για να διαβαστεί. Σκεφτήκατε ότι κάποιοι ίσως… τρομάξουν με τον όγκο του;
«Κάποιοι θα τρομάξουν, τι να κάνουμε, αλλά υπάρχουν κι άλλοι -κάμποσοι μάλιστα- που, φτάνοντας προς τη μέση του βιβλίου, τους πιάνει λέει φόβος μην τελειώσει. Δεν ξεκίνησα, ξέρετε, από καπρίτσιο να γράφω πολυσέλιδα μυθιστορήματα, είναι το ίδιο το υλικό που ζητάει μεγαλύτερο “μυθιστορηματικό” πεδίο να αναπνεύσει, να εξελιχθεί. Όσο για τον χρόνο “που μας λείπει”, είναι άλλοθι νομίζω – χάσαμε την ψυχή μας και τον μπούσουλά μας, με το να κυνηγάμε το γρήγορο και το εύκολο, και μετά, τάχα, πού να περισσέψει καιρός για να τα πούμε λίγο με το μέσα μας. Αυτά δεν είναι σοβαρά. Το όφελος που αποκομίζουμε από ένα καλό βιβλίο, είτε “επικό” στις διαστάσεις του είτε “επιγραμματικό” είτε κάπου ανάμεσα, καμία ψυχοθεραπεία και καμία θρησκεία δεν μπορούν να μας τα προσφέρουν. Κατά την άποψή μου τουλάχιστον»
H συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία στις 10.7.2009