Δεν μπορούμε παρά να καλωσορίσουμε την απονομή του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον Patrick Modiano. Μαζί με τον συγγραφέα αναγνωρίζεται πλήρως και μια συγκεκριμένη πτυχή της γαλλικής λογοτεχνίας σε διεθνές επίπεδο. Αυτό το Bραβείο είναι, επίσης, η καλύτερη απάντηση σε όλους εκείνους, τους κατ΄επάγγελμα κινδυνολόγους, που διαβεβαιώνουν ότι η λογοτεχνία πνέει τα λοίσθια, το μυθιστόρημα βρίσκεται σε κώμα μη αναστρέψιμο, ότι δεν υπάρχουν πλέον «μεγάλοι συγγραφείς», ότι ο «γαλλικός πολιτισμός» έχει πεθάνει, για να θυμηθούμε και ένα από τα πρωτοσέλιδα του περιοδικού Time από το 2007…
Ο Modiano δεν ανήκει στην περίπτωση του δέντρου που κρύβει την έλλειψη δάσους· συγκαταλέγεται σε εκείνους που φωτίζουν τα μονοπάτια του. Είναι εκπρόσωπος μιας λογοτεχνίας η οποία είναι, συγχρόνως, βαθιά και προσιτή, δεν διαχωρίζει τη δουλειά ουσίας και νοιάζεται για τη φόρμα, τη λεπτοφυή φαντασία και το όραμα του κόσμου, την τέχνη της αφήγησης ιστοριών και την ανάγκη αμφισβήτησης της Ιστορίας – αυτής που γράφεται, σύμφωνα με τον Perec, με το μεγάλο της hache* (σ.τ.μτφ: λογοπαίγνιο που συνδέει τη φωνητική απόδοση του πρώτου γράμματος της λέξης Ιστορία στα γαλλικά (Η)istoire με τη λέξη hache που σημαίνει πέλεκυς, τσεκούρι).
Μπορεί, προφανώς, κάποιος να εκπλαγεί επειδή το Βραβείο επανέρχεται σε έναν δημιουργό «τόσο Γάλλο», του οποίου τα μυθιστορήματα διαδραματίζονται ουσιαστικά στο Παρίσι και ανασυνθέτουν, εξόχως, με ψυχαναγκαστική ακρίβεια μια αρχαιολογική όψη της Γαλλίας που δεν υπάρχει πια (τα χρόνια από το 1930 μέχρι το 1980).
Η απονομή του Νόμπελ έχει, συχνά, τη σημασία μιας πολιτικής χειρονομίας, με την ευρεία έννοια, απευθυνόμενη στον «πολίτη-πλάνητα» του κόσμου. Άρα, η απόφαση για τη βράβευση του Modiano είναι εγγεγραμμένη στο έργο του. Αν χρεώνεται δε εγγύτερα σε μια χώρα, τη Γαλλία εν προκειμένω, τέτοιου είδους χαρακτηριστικά την αφορούν όπως, αναμφίβολα, και τους χαρακτήρες του Modiano: φυγάδες, απάτριδες, διωκόμενοι, απόδημοι που μοιάζει να διαλύονται από το πρώτο του μυθιστόρημα, La Place de l’Etoile (1968), στα χίλια πρόσωπα της ίδιας θρυλικής φιγούρας, του περιπλανώμενου Ιουδαίου. Το έργο του θεμελιώνεται στις πύλες της Ιστορίας.
Θα πρέπει να αναλογιστούμε τον Modiano της πρώτης περιόδου, τον νεαρό ταραξία των Γραμμάτων, ο οποίος με προβοκατόρικη αίσθηση, κληρονομιά των Ουσάρων (σ.τ.μτφ: αναφορά στο γαλλικό λογοτεχνικό κίνημα των δεκαετιών ’50 και ’60 που εναντιώθηκε στους υπαρξιστές και στη φιγούρα του διανοούμενου που ενσάρκωνε ο Jean-Paul Sartre), έκανε την εκρηκτική του εμφάνιση στην λογοτεχνική σκηνή το 1968, επιστρέφοντας στη χώρα την εικόνα της δικής του καταπιεσμένης σχέσης με την Ιστορία: τους συνεργάτες των Γερμανών, τον αντισημιτισμό, ό,τι απέφευγε, δηλαδή, και δίσταζε να αναμοχλεύσει κάποιος εκείνα τα χρόνια. Σε απόσταση από την γκολικό – κομμουνιστική συναίνεση, η οποία, τότε, ήταν ο φορέας της επίσημης αλήθειας – μια Γαλλία συνολικά αντιστασιακή – ο Modiano αναβιώνει, τόσο στα τρία πρώτα μυθιστορήματά του, όσο και στο σινεμά, σε συνεργασία με τον Louis Malle, την εποχή της Κατοχής, αναδημιουργώντας με παραισθητική ακρίβεια τη δηλητηριώδη ατμόσφαιρά της. (Lacombe Lucien, 1974).
Γεννημένος το 1945 από πατέρα Εβραίο, λαθρέμπορο της μαύρης αγοράς, δοκιμάζεται ως παιδί βγαλμένο από τα συντρίμμια, ως γόνος ενός τέρατος της εποχής. Το έργο του μετατρέπει μια κατάσταση ιστορική σε μια κατάσταση της συνείδησης συμβολική. Αν και μετά το 1945 η χώρα δεν βρίσκεται πια υπό κατοχή, η μνήμη του, αυτή κυρίως, διατηρεί τα απομεινάρια εκείνων των χρόνων ενεργά, όσο εκείνος αρνείται να συμβιβαστεί με τους ναζί κατακτητές και να καταστείλει την επίγνωση των εγκλημάτων τους. Κάθε μυθιστόρημά του αναφέρεται, συνεπώς, σε αυτή τη διπλή κατοχή, η μια συνδέεται με την πραγματική Ιστορία, η άλλη με την ατελή φύση της μνήμης (Villa Triste, 1975, Rue Boutiques obscures, 1978, Vestiaire de l’enfance, 1989, Du plus loin de l’oubli, 1996). Αλλά η Γαλλία των Τριάντα Ένδοξων Χρόνων (Trente Glorieuses), κατόπιν του Mάη του 68, και αργότερα της εισόδου στην κρίση δεν έχει καμία σχέση με την εποχή του Vichy.
Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι την τελευταία δεκαετία του εικοστού αιώνα, τον καιρό όλων των απολογισμών, για να δούμε τη δεκαετία του ΄40 να επανέρχεται στο προσκήνιο της λογοτεχνικής ζωής σε πολλά μυθιστορήματα. Το 1995 ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, νεοεκλεγμένος τότε, αναγνωρίζει επίσημα, πρώτη φορά, τις αγριότητες του γαλλικού κράτους και την ευθύνη της κυβέρνησης του Vichy στα εγκλήματα της απέλασης.
Στο μεταξύ ο Modiano συνέχισε τη μακρά εργασία εκταφής της συλλογικής μνήμης. Η λογοτεχνία του συντονίστηκε με το έργο των ιστορικών που διερευνούσαν την ίδια εποχή: του Robert Paxton στα μέσα της δεκαετίας του 1970, του Henry Rousso στα τέλη της δεκαετίας του 1980, του Serge Klarsfeld στη δεκαετία του 1990, όταν ο συγγραφέας εκδίδει το βιβλίο του Ντόρα Μπρούντερ (1997 ). Σε αυτό το έργο η λογοτεχνία του μεταβλήθηκε αισθητά: την εικονοκλαστική ζωντάνια και την εξπρεσιονιστική υπερβολή των πρώιμων μυθιστορημάτων του διαδέχεται η υποβλητική γραφή, όπως αυτή χαράζεται στις δικές του αισθήσεις και παίζει με την αδυναμία και το άρρητο, τον μηρυκασμό της μνήμης και το ατελές, προκειμένου να φτάσει, όσο γίνεται βαθύτερα, στις πιο σκοτεινές περιοχές της ψυχικής ζωής.
Λένε συχνά ότι ο Modiano έγραφε πάντα την ίδια ιστορία. Και ότι αγαπημένο θέμα και αντικείμενο της εξερεύνησής του παραμένει η μνήμη. Είναι γνωστό ότι η ίδια η μνήμη δεν σταματά ποτέ να δουλεύει αυτόνομα: συσκοτίζει τις αναμνήσεις, τις μπερδεύει, κάποτε τις αφήνει να επανεμφανιστούν, ποτέ δεν τις κρατά στατικές, αλλά αδιάκοπα κινούμενες στο τυχαίο των συναντήσεων ή σε αισθήσεις που ενεργοποιούνται από την απόσταση. Η μνήμη δεν είναι ένα μέρος ασφαλούς αποθήκευσης αλλά ηφαιστειακό κέντρο: αυτό το, κάπως ανησυχητικό, φαινόμενο δεν σταματά να το ακινητοποιεί ο Modiano. Στα μυθιστορήματά του οι μνήμες είναι πάντοτε σημάδια ενός αινίγματος που επαναφέρει την προσωπικότητα στις αβεβαιότητές της.
Το έργο του εξελίσσεται σαν ένα κύκλος ανησυχίας. Η Μικρή Μπιζού (2001), συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία μιας πλοκής εκφρασμένης είκοσι χρόνια νωρίτερα στο βιβλίο Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά… (1982), η ιστορία του βιβλίου Un cirque passe (1992) ξαναβρίσκεται σε μικρογραφία στο βιβλίο Νυχτερινό Ατύχημα (2003), ένα κεφάλαιο του βιβλίου Rue des boutiques obscures (1978) εστιάζει σε μια ιστορία που εκτυλίσσεται στο βιβλίο Remise de peine (1988), με ορισμένα στοιχεία της αφήγησης να διατρέχουν, επίσης, το βιβλίο Pour que tu ne te perdes pas dans le quartier (2014), τίτλος που, με τη σειρά του, παραπέμπει στο παλιότερο μυθιστόρημά του Quartier perdu (1984).
O Modiano εκκολάπτει, με αυτόν τον τρόπο, ένα πραγματικό αυτοαναφορικό πλέγμα μυθοπλασίας στο οποίο τα πιο οικεία σε εκείνον βιογραφικά στοιχεία – μια απόμακρη μητέρα, ένας απών πατέρας, ένας εξαφανισμένος αδελφός, μια άστατη παιδική ηλικία, μια παραπαίουσα εφηβεία – ανασυντίθενται αδιάκοπα, αδειάζουν από το βασικό τους περιεχόμενο και επαναφορτίζονται με άλλα νοήματα, στην αναζήτηση μιας αλήθειας, αναπόφευκτα, φευγαλέας.
Με αυτό το σύστημα επιστροφών ο Modiano συρρικνώνει διακριτικά τις ιστορίες του σε μια ελάχιστη αφηγηματική και συντακτική γραμμή, κατάλληλη να σκιαγραφήσει τις αβέβαιες καταστάσεις της συνείδησης, την προβληματική σχέση με τη ζωή και την ανάγκη της διαρκούς αποσαφήνισης του εαυτού του. Τελικά, μέσω αυτής της διαδικασίας, ο συγγραφέας προσδίδει μια μυθολογική διάσταση στις πιο οικουμενικές καταστάσεις: το άτομο συντονίζεται με το δικό του ασυνείδητο. Η ιστορική προοπτική ανακτά τη μυθιστορηματική σημασία μιας μεταβολής οντολογικής.
Αυτό που αποκαλείται η μικρή μουσική του Modiano είναι η λεπτή τέχνη να υποδηλώνεις με τον ρυθμό και τους ήχους, με τη διατύπωση των φράσεων, αυτό που δεν μπορεί να προσδιοριστεί λογικά, που παραμένει ανώνυμο και μεταφέρεται μοναχά από το μοίρασμα του συναισθήματος: μια ζωή υποσυνείδητη, φτιαγμένη από πρωτόγονα άγχη και θαμμένα τραύματα που διασχίζουν τις γενιές, τροφοδοτώντας τους εφιάλτες των παιδιών και, μερικές φορές, τη φαντασία των συγγραφέων. Πρόκειται για το έργο ενός καλλιτέχνη, το οποίο εγγράφει τον Modiano στην παράδοση του Proust και της Duras. Αυτό το Νόμπελ είναι και λίγο δικό τους – όπως και του Perec.
Αλλά η ιδιοφυΐα του Modiano, εντοπίζεται, ίσως, στο γεγονός ότι επιτυγχάνει να μάς τοποθετήσει, εμάς τους αναγνώστες, σε μια κατάσταση αμνησίας μόλις ολοκληρώσουμε την ανάγνωση του βιβλίου και η γοητεία της αφήγησης ξεθωριάσει. Τι έχει να μας αφηγηθεί ακριβώς; Πού μάς οδηγεί χωρίς να μπορεί, πραγματικά, να διαμορφώσει, να αντικειμενοποιήσει, μέσω αυτού, μια πλοκή η οποία, μάλιστα, μοιάζει να αυτοδιαγράφεται από τη μνήμη μας μόλις τη διαβάσουμε; Αυτή η δύναμη μιας λογοτεχνίας που δεν πληρώνεται με λέξεις αλλά αφήνει ίχνη, βάζει σε δοκιμασία την Ιστορία και τα όρια του ατόμου στον κόσμο, είναι το σημάδι του σημαντικού έργου. Εκείνο του Modiano, ενός από τους κεφαλαιώδεις σύγχρονούς μας.
Ο Bruno Blanckeman είναι Γάλλος κριτικός λογοτεχνίας, δοκιμιογράφος και καθηγητής γαλλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Sorbonne Nouvelle Paris 3. Είναι, επίσης, συγγραφέας του δοκιμίου Lire Patrick Modiano (Armand Colin, 2009)
Μετάφραση κειμένου: Γιώργος Καρουζάκης