Οι ζαχαρένιοι κήποι των Οθωμανών

Από τον Νικόλα Damon Παπαδημητρίου
Από τον Νικόλα Damon Παπαδημητρίου

Η τηλεοπτική σειρά «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής» εισέβαλε στις οθόνες του ελληνικού τηλεοπτικού κοινού και είχε απήχηση. Προκάλεσε τις αναμενόμενες αντιδράσεις από εθνικιστικούς κύκλους ως «νεοθωμανική προπαγάνδα», ενώ η προβολή της στην Τουρκία είχε προκαλέσει τις αντιδράσεις συντηρητικών, ισλαμιστικών κύκλων γιατί ο σουλτάνος Σουλεϊμάν παρουσιαζόταν με τα ανθρώπινα πάθη του, όπως την έντονη σεξουαλική του δραστηριότητα και τη ροπή του στο κρασί.

Κατ’ εμέ, παρά την πολύ κουραστική, μονότονη και συνεχή προβολή ανάλογων τουρκικών σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση, η περίπτωση της ιστορικής αυτής σειράς διαφέρει σε ορισμένα σημεία. Πρόκειται για μια προσεγμένη τηλεοπτική παραγωγή, με γενναία χρηματοδότηση, καλές ερμηνείες και την προσπάθεια να αποδοθεί πιστά το χρονικό πλαίσιο της αντίστοιχης εποχής. Τόσο στο σενάριο, που επανεντάχθηκαν οι αραβικές και περσικές λέξεις που είχαν καταργηθεί με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1928, όσο και στο πρωτόκολλο και τις ενδυμασίες.

Εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς, το τηλεοπτικό κοινό, πως θα αποδομήσουμε το τηλεοπτικό προϊόν, επομένως και τη σειρά «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής». Παρακολουθώντας τη σειρά, μπορείς να εξάγεις μερικά βασικά συμπεράσματα και να θέσεις ερωτήματα που είναι άμεσα συνδεδεμένα με την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων : Η οικονομική ευμάρεια εξασφαλίζει, συγχρόνως, και την προσωπική ελευθερία; Μπορούν οι οικονομικά εξαρτημένες παλλακίδες και σύζυγοι του σουλτάνου, που αποτελούν προσωπική και κινητή του περιουσία, να είναι ελεύθερες στην πλασματική πολυτέλεια στην οποία ζουν; Πόσες παθογένειες κληροδοτεί στους χαρακτήρες τους αυτή η συνθήκη και πώς συνδέεται με τον εθισμό τους στις συνεχείς μηχανορραφίες και υπονομεύσεις; Επιπλέον, πόσο αποκρουστική αποδεικνύεται η πολυπληθής και πολυεπίπεδη ιεραρχία των συγκεντρωτικών και αυταρχικών κρατών; Αποτελεί αυτή η ιεραρχία τροχοπέδη για την άμεση επίλυση των προβλημάτων;

Οι σουλτάνοι, άλλοτε παραχωρούσαν ευθέως ακρόαση στους υπηκόους και άλλοτε μεταμφιέζονταν και ανακατεύονταν με το πλήθος για να έχουν πραγματική εικόνα της κοινωνίας που ηγεμόνευαν. Τα ενδιάμεσα πρόσωπα, συχνά «προς ίδιον συμφέρον», απέκρυπταν την αλήθεια: κολάκευαν τον σουλτάνο, λέγοντάς του ότι όλα βαίνουν καλώς χάρη στις ικανότητές του και, ταυτόχρονα, τον δυσφημούσαν στον λαό. Είχαμε λοιπόν την ευκαιρία να αντικρίσουμε μέρος της ζωής του παλατιού και της δημόσιας σφαίρας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να αντιληφθούμε ότι υποδόρια κρύβονταν πολλά μηνύματα για τις αδυναμίες και τα τρωτά σημεία των Οθωμανών τόσο σε επίπεδο υψηλής τάξεως όσο και κρατικού μηχανισμού. Αν και η αισθητική που προβλήθηκε μέσω της σειράς είναι πιστή στα δεδομένα της περιόδου, υπάρχουν πολλές ακόμα αθέατες πλευρές της ομορφιάς στα χρόνια των Οθωμανών. Δεν γνωρίζουμε αρκετά για τα περίφημα υφαντουργεία της Προύσας, τα κεραμικά του Ιζνίκ και τους ζαχαρένιους κήπους των εορτών περιτομής των διαδόχων.

Ορισμένες από τις αυλικές εορτές, που λάμβαναν χώρα εκτός του ανακτορικού συμπλέγματος και επιζητούσαν τη συμμετοχή του κόσμου, αποτελούσαν μια καλή ευκαιρία οπτικής επικοινωνίας τουλάχιστον, μεταξύ της άρχουσας τάξης και του λαού. Για τις εορτές των Οθωμανών ηγεμόνων αντλούμε στοιχεία από τις περιγραφές του Οθωμανού περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, Ευρωπαίων περιηγητών και πρεσβευτών, γραπτά κατάστιχα και μικρογραφίες. Μέχρι και τον 18ο αιώνα, για τον εορτασμό της περιτομής κάποιου Οθωμανού πρίγκιπα πραγματοποιούνταν πομπωδέστατες τελετές. Σε αντίθεση με τις τελετές περιτομής, οι γάμοι των σουλτάνων, ήδη από τον 16ο αιώνα έχουν περάσει αυστηρά στην εσωτερική σφαίρα του παλατιού και δεν εορτάζονται δημοσίως. Νωρίτερα οι Οθωμανοί σουλτάνοι παντρεύονταν κόρες ισότιμων δυναστειών από γειτονικά και ανταγωνιστικά κράτη, όπως ο Μωάμεθ ο Πορθητής που παντρεύτηκε τη Σιτ Χανούμ, πριγκίπισσα του Ντουλκαντίρ της Ανατολικής Μικράς Ασίας. Ο εορτασμός των γάμων τους διήρκεσε περισσότερο από τρεις μήνες. Από τον 16ο αιώνα δεν υπήρχαν ισότιμες δυναστείες για να ανταλλάξουν πριγκίπισσες και οι σουλτάνοι παντρεύονταν σκλάβες κεκλεισμένων των θυρών.

circumcision9

Οι μικροί πρίγκιπες περιτέμνονταν με κάθε μεγαλοπρέπεια και πολυτέλεια. Ο σουλτάνος τους οδηγούσε σε μια περιοχή εκτός της πόλης που μπορούσαν να περιεργαστούν τα εορταστικά στολίδια που είχαν κατασκευαστεί προς τιμήν τους. Για τους πρίγκιπες ετοιμάζονταν τα «ναχίλ», που ήταν σύμβολα παραγωγικότητας. Ξύλινοι πάσσαλοι ή πυραμίδες, οι οποίες στολίζονταν με παραστάσεις λουλουδιών και φρούτων. Τα φρούτα, μάλιστα, επαργυρώνονταν ή επιχρυσώνονταν. Εκτός των «ναχίλ» κατασκευάζονταν και οι «ζαχαρένιοι κήποι» που αναπαριστούσαν μια μεγάλη επιφάνεια με δέντρα, περίπτερα και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα από ζάχαρη. Τα διακοσμητικά αυτά, δεν μπορούσαν να φαγωθούν γιατί τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για τους χρωματισμούς ήταν δηλητηριώδη.

Για την τελετή περιτομής του Μεχμέτ και Μουσταφά το 1720 υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τα στάδια προετοιμασίας της εορτής. Ο κατάλογος των αγορασμένων ειδών περιλαμβάνει την αγορά χαρτιού, ξυλοκάρβουνου για τη θέρμανση, ένα πρόβατο για θυσία, ώστε οι προετοιμασίες να είναι επιτυχείς, 18 κιλά κόλλας, λουλάκι μεταξύ των χρωστικών ουσιών για το βάψιμο των διακοσμητικών αντικειμένων των ναχίλ και σχεδόν 15 κιλά κρόκου – σαφράν. Για τα γεύματα με κρέας προβλεπόταν αρνί και κρεατόσουπα, προφανώς με πολλά μπαχαρικά γιατί στον κατάλογο αναφέρονται 118 κιλά πιπέρι που μάλλον ο αριθμός είναι λάθος του γραφέα. Επίσης, υπάρχουν κάρδαμο και κανέλα που εισάγονταν από την Άπω Ανατολή και η πανάκριβη μαστίχα με 1,28 κιλά να κοστίζουν 1.000 ακτσέδες (Όταν ο μισθός του γενίτσαρου ήταν 42 ακτσέδες ανά τρίμηνο). Στα γλυκίσματα καταγράφεται ο μπακλαβάς και τα ζαχαρωμένα κάστανα (Στις μέρες μας αποτελούν σπεσιαλιτέ της Προύσας), καθώς δίπλα στα 64 κιλά κάστανων βρίσκουμε 4.153 κιλά ζάχαρης για τον μπακλαβά, 12.088 κιλά μέλι, σταφίδες, χουρμάδες, καρύδια, 519 κιλά αμύγδαλα και 2.817 λεμόνια για τις λεμονάδες σε κανάτες.[1]

Η μεγάλη ποσότητα ζάχαρης και μελιού εξηγείται από την παραγωγή ζαχαρωτών σε διάφορες μορφές, εκ των οποίων οι πιο αγαπητές ήταν τα πουλιά και τα ψάρια. Υπήρχαν όμως και ζαχαρωτά με μορφές λιονταριών, λεοπαρδάλεων και μυθολογικές φιγούρες, όπως οι νεράιδες των νερών. Το εξωτικό στοιχείο που προτιμάται στα ζαχαρωτά αποδίδεται στους Εβραίους ζαχαροπλάστες, οι οποίοι γνώριζαν κάποια διακοσμητικά σχέδια της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, ως απόγονοι μεταναστών από την Ισπανία και τη Βενετία.

Εντύπωση προκαλεί και η τεράστια ποσότητα 13.404 κιλών βουτύρου, αλευριού και 1.745 κιλών ρυζιού. Οι κατάλογοι επιβεβαιώνουν την αγάπη των Τούρκων για το γιαούρτι και τα λαχανικά. Εκτός του καϊμακιού εντοπίζουμε 209 κεσέδες γιαουρτιού και 300 κιλά γιαούρτι «χύμα», δηλαδή σε σακούλες που είχε χάσει μεγάλο μέρος της περιεκτικότητας του σε νερό. Στα λαχανικά υπάρχουν 39.437 μελιτζάνες και 1.000 κιλά κολοκύθας, μεγάλη ποσότητα μπάμιας, αρωματικά φυτά και 302 ματσάκια μαϊντανό. Δε γνωρίζουμε αν τα λαχανικά σερβίρονταν ζεστά συνοδεύοντας μια ποσότητα κρέατος ή παρασκευάζονταν κρύα με ελαιόλαδο. Αλλά καθώς το ελαιόλαδο είναι αμελητέο στους καταλόγους, η εκδοχή τα λαχανικά να προσφέρονταν ζεστά είναι η επικρατέστερη.

Η εορταστική μέρα ολοκληρωνόταν με πυροτεχνήματα. Για τους Οθωμανούς, οι Αιγύπτιοι θεωρούνταν οι ικανότεροι πυροτέχνες αλλά οι Ευρωπαίοι που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη τον 17ο και 18ο αιώνα, χαρακτηρίζουν τους Οθωμανούς ως τους μάστορες των πυροτεχνημάτων. Οι Εβραίοι πυροτέχνες ήταν εξίσου δημοφιλείς. Η γοητεία του νέου και εξωτικού ταυτιζόταν με τη φήμη των ξένων μαστόρων.

Ποιος να το φανταζόταν, λοιπόν, ότι η διασκέδαση των τελετών περιτομής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε στοιχεία από το παραμύθι «Χάνσελ και Γκρέτα» των αδελφών Γκριμ; Οι ζαχαρένιες μακέτες και τα ζαχαρένια σπίτια. ‘Υστερα από τόση ζάχαρη, απομένει να μάθουμε για την οδοντιατρική στα χρόνια των Οθωμανών…

Οι μικρογραφίες ανήκουν στον μεγαλύτερο ζωγράφο των οθωμανικών χρόνων, στον Αμπντουλτζελίλ Λεβνί από το βιβλίο του Σουρναμέ (Το βιβλίο των εορτών). Ο Λεβνί γεννήθηκε στην Αδριανούπολη και πέθανε το 1732 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν μέλος των καλλιτεχνών της Οθωμανικής Αυλής, η καλλιτεχνική δραστηριότητα των οποίων αναπτυσσόταν στο παλάτι και εκτελούσαν παραγγελίες της οικογένειας του σουλτάνου και άλλων υψηλόβαθμων προσώπων. Ο Λεβνί έζησε και μεγαλούργησε στη διάρκεια της περιόδου της Τουλίπας (Lale Devri) 1718 – 1730, όταν οι τέχνες είχαν μεγάλη αξία για τη σουλτανική αρχή και η τουλίπα ως μοτίβο επικράτησε σχεδόν παντού, από την ταπητουργία μέχρι τη διακόσμηση κεραμικών και την αρχιτεκτονική. Το βιβλίο του Λεβνί «Σουρναμέ (Το βιβλίο των εορτών)» περιγράφει την τελετή περιτομής του 1720 μέσω 137 μικρογραφιών και εκτίθεται στη βιβλιοθήκη του Τοπ Καπί.

[1] Faroqui Suraiya, «Κουλτούρα και Καθημερινή Ζωή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία», εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 2000, σ. 217.

Ο Νικόλας Damon Παπαδημητρίου είναι τουρκολόγος

Related Posts