«Ρωτώντας» στο Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης

2753248980_88c741b106_b

Η Κατερίνα Ζαχαροπούλου, εικαστικός και δημοσιογράφος, παρουσιάζει από τις 30 Ιανουαρίου έως τις 22 Μαρτίου την ηχητική εγκατάσταση «Ρωτώντας» στους χώρους του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης-iset, που συλλέγει, ταξινομεί και διαθέτει προς έρευνα αρχεία που αφορούν στην τέχνη στην Ελλάδα από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα έως στις μέρες μας.

Η ηχητική αυτή εγκατάσταση βασίζεται στο υλικό των εκατοντάδων συνεντεύξεων που η Κατερίνα Ζαχαροπούλου, επί δύο δεκαετίες, έχει πραγματοποιήσει με καλλιτέχνες, θεωρητικούς και εκπροσώπους μουσείων και καλλιτεχνικών φορέων στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από αυτές τις εκατοντάδες συνεντεύξεις, που έχουν παρουσιαστεί στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, δημιουργήθηκε ένα σημαντικότατο αρχείο καταγραφής του καλλιτεχνικού λόγου και έργου, από το οποίο η Κατερίνα Ζαχαροπούλου, για τις ανάγκες της εγκατάστασης στο iset, αντλεί το υλικό της με σκοπό να σχηματίσει ένας είδος αφήγησης που φωτίζει προβληματισμούς της εποχής μας.

Αφαιρώντας, σκόπιμα, την εικόνα εστιάζει στον προφορικό λόγο, επιδιώκοντας να αναδείξει, κυριολεκτικά και συμβολικά, τη σημασία του λόγου για την τέχνη, την κοινωνία και τον άνθρωπο και να υπογραμμίσει τη σημασία να δούμε πέρα από το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο, πέρα από την έκθεση-γεγονός. Να αναζητήσουμε και να ακούσουμε το κοινωνικό σχόλιο και το δημόσιο λόγο καλλιτεχνών και ανθρώπων που πρωταγωνίστησαν στην ελληνική εικαστική σκηνή των τελευταίων δεκαετιών.

Ο επισκέπτης εισέρχεται στο χώρο ακούγοντας ερωτήσεις από διάσπαρτα ηχεία. Εικοσιπέντε φωνές δημιουργών και προσωπικοτήτων της τέχνης περιμένουν να ακουσθούν μέσα από 25 ατομικά ακουστικά. Σε κάθε ακουστικό αντιστοιχεί η φωνή ενός δημιουργού. Η «κατ’ ιδίαν» ακρόαση διαρκεί περίπου 2 λεπτά για τον κάθε έναν από τους 25. Μέσα σε αυτά τα 2 λεπτά ακούγονται οι συλλογισμοί, οι αμφιβολίες, οι αναφορές σε πράγματα που μας απασχολούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

Η εγκατάσταση στοχεύει στην ελάχιστη προσωπική σχέση που κανείς μπορεί να συνάψει με τους δημιουργούς ή γενικότερα με τους πνευματικούς ανθρώπους, ακούγοντας έστω για μια φορά αυτό που έχουν να πουν, ήσυχα, αδιάσπαστα από εικόνες και άλλους περισπασμούς, σαν μυστικό στο αυτί.

Οι 25 φωνές: Βλάσης Κανιάρης, Γιάννης Κουνέλλης, Νίκος Κεσσανλής, Κώστας Τσόκλης, Γιώργος Μαυροΐδης, Γιώργος Λάππας, Λήδα Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Χατζημιχάλης, Νίκος Ναυρίδης, Μαρία Λοϊζίδου, Στέφανος Τσιβόπουλος, Αλέξανδρος Γεωργίου, Νίκος Αλεξίου, Κωνσταντίνος Γιάνναρης, Μάνος Παυλίδης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, Άγγελος Δεληβορριάς, Ντένης Ζαχαρόπουλος, Χρήστος Ιωακειμίδης, Άννα Καφέτση, Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Δάκης Ιωάννου, Μαρίνα Ηλιάδη, Στέλιος Ράμφος, Δημήτρης Δημητριάδης.

PHOTO

Στο πλαίσιο της εγκατάστασης «Ρωτώντας» το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης οργανώνει στις 6 Μαρτίου εκδήλωση-συζήτηση στρογγυλής τράπεζας με θέμα Οπτικοακουστικά αρχεία τέχνης – προσεγγίζοντας τις δημόσιες χρήσεις τους με προσκεκλημένους ομιλητές τους: Δάφνη Βιτάλη, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Αθήνα, Allison Foster, Tate – Audiovisual Archives, Λονδίνο, Robert Perks, British Library – Oral History Department, Λονδίνο, Συραγώ Τσιάρα, Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Θεσσαλονίκη.

Η έκδοση του δίγλωσσου καταλόγου της έκθεσης καθώς και η εκδήλωση Οπτικοακουστικά αρχεία τέχνης – προσεγγίζοντας τις δημόσιες χρήσεις τους πραγματοποιούνται με τη στήριξη του Οργανισμού ΝΕΟΝ.

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από την Κατερίνα Ζαχαροπούλου για να φωτίσει περισσότερο το εγχείρημά της .

Katerina ZacharopoulouΡωτώντας… Πέρασαν πολλά χρόνια, κάπου 20… Μέχρι που άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις ερωτήσεις σαν τρόπο ζωής ή μάλλον στάση ζωής. Θα ακούγεται παράξενο, αλλά σαν καλλιτέχνης ουδέποτε διαχώρισα την εργασία μου σε καλλιτεχνική ή «δημοσιογραφική». Θεώρησα από πολύ νωρίς πως το να ρωτώ τους καλλιτέχνες για το έργο τους είναι μέρος της δουλειάς μου. Σαν να τους ζητούσα να ποζάρουν ώστε να φτιάξω το καλύτερο, το πλέον πιστό στην προσωπικότητά τους πορτραίτο. Παράλληλα, σχημάτιζα και το δικό μου, σαν εγγαστρίμυθος που ελευθερώνεται μιλώντας από μέσα του. Αυτό ίσως είναι και το κεντρικό θέμα του εικαστικού μου έργου, τώρα που το σκέπτομαι.  Συγχρόνως, ανοιγόμουν σε άλλα βιογραφικά, που δεν έμοιαζαν καθόλου με το δικό μου, σε άλλες γενιές, σε άλλες προσεγγίσεις των νοημάτων μέσα από τα οποία η τέχνη αναπνέει. Επιπλέον, ένοιωθα και εξακολουθώ έτσι, μεγάλη ανάγκη να ακούσω, πώς οι άνθρωποι της δημιουργίας, του στοχασμού, οι καλλιτέχνες, και όσοι δουλεύουν με τους καλλιτέχνες, αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους μέσα σε αυτή τη χώρα, με δεδομένη την έλλειψη μέτρου και ενδιαφέροντος προς εκείνους που προσπαθούν, συχνά αθόρυβα, να σχηματίσουν έργο στιβαρό, έργο που διευρύνει τη συνείδηση για τη ζωή, έργο που μοιραία αποτελεί μέτρο από μόνο του, γιατί δεν έγινε με όρους μεγεθών, αλλά αξιών. Όλα αυτά τα χρόνια μίλησα με καλλιτέχνες, ιστορικούς τέχνης, διευθυντές μουσείων, από όλο τον κόσμο.

Μια τηλεοπτική εκπομπή όπως ήταν Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ στην δημόσια ελληνική τηλεόραση -να μην την ξεχάσουμε ως ΕΡΤ- έδινε πολλές δυνατότητες για πραγματικές συναντήσεις με δημιουργούς και εγώ προσπάθησα να τις αξιοποιήσω όσο περισσότερο μπορούσα. Αποτέλεσμα: χιλιάδες ώρες γυρισμάτων και μοντάζ, χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα στα μεγάλα μουσεία του κόσμου, πολλές συνεντεύξεις, πολλές συναναστροφές και αρκετές αγάπες…

Ρωτώντας…. Φίλους, συναδέλφους καλλιτέχνες, γνώστες της διεθνούς εικαστικής σκηνής, Έλληνες και ξένους, έμαθα πως στο τέλος εκείνο που μετράει και ίσως μείνει στην ιδιότυπη ιστορία μας, είναι πως οι καλλιτέχνες παντού στον κόσμο πασχίζουν να φτιάξουν τη δική τους γλώσσα, βάζοντάς τα συχνά με δυσανάλογες δυσκολίες, ατομικές, εθνικές, οικονομικές, φύλου, φυλής, ενίοτε και συνείδησης. Γιατί η αίσθηση του ποιος είσαι μπορεί να ενεργοποιήσει δυνάμεις, μπορεί και να βάλει το ποθούμενο μέτρο σε σωστό ύψος, μπορεί και να σε οδηγήσει σε υπερβάσεις.

Η ελληνική εικαστική κοινότητα δεν διαφέρει πολύ σε συμπεριφορές από τις άλλες, με μία ίσως θεμελιώδη διαφορά: είναι περισσότερο δεσμευμένη με την καταγωγή της, κρατάει χαρακτηριστικά οικογένειας και οι αφηγήσεις της έχουν την μοναδικότητα της ατομικής εμπειρίας. Κάθε σχέση με τον «έξω κόσμο» σχηματίσθηκε με όρους αυτογνωσίας της καταγωγής της και αυτό, νομίζω, είναι πολύ ενδιαφέρον. Ακούγοντας και βλέποντας πολλές φορές το αρχείο που διατηρώ από όλες μου τις συναντήσεις με δημιουργούς, άρχισαν σταδιακά να σχηματίζονται σχέσεις ανάμεσά τους. Εντόπιζα όλο και περισσότερο, φράσεις τους, που συμπλήρωναν το ερώτημα που έθετα σε διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικό έργο, τεχνική, ιδέες. Ένα ανεπίσημο αρχείο φωνών σχηματίσθηκε με τον καιρό στο μυαλό μου. Φράσεις, στιγμές, τόνος και έκφραση της φωνής, πρόσωπα που συναναστράφηκα άλλοτε πολύ, άλλοτε λιγότερο, βρίσκονταν προσωρινά βουβά μέσα σε κασέτες εγγραφής.

Και όταν η ΕΡΤ έριξε εκείνο το αδιευκρίνιστο, θλιβερό μαύρο τον Ιούνιο του 2013, και όλα τα αρχεία εικόνας και ήχου δεσμεύτηκαν, αισθάνθηκα, έστω καθ’ υπερβολή, ότι ένας ολόκληρος κόσμος βυθίστηκε στο σκοτάδι της λήθης. Πέρασα το καλοκαίρι του 2013 με φαντάσματα. Ήσαν όλα δικά μου, είναι η αλήθεια… Κανείς δεν χάνεται. Υπάρχουν τα έργα, τα βιβλία, τα μουσεία, τα αρχεία των άλλων. Υπάρχει ακόμη και η ελπίδα να διασωθεί και να αξιοποιηθεί, επί τέλους σωστά, το πολύτιμο αρχείο της πρώην ΕΡΤ. Αυτή όμως τώρα είναι η στιγμή των πιθανοτήτων. Και εγώ θέλησα να την γεμίσω με φωνές.

43a-thumb-mediumΡωτώντας…. Μια ακουστική εγκατάσταση; Ή μια ακουστική-οπτική υπενθύμιση; 25 πρόσωπα; Γιατί αυτά και όχι άλλα; Έργο τέχνης ή εργασία αρχείου;  Είναι το «Αρχείο της Ανησυχίας», για να παραφράσω τον μυστηριώδη Πεσσόα; Σε τι απαντά και τι φωτίζει;

Οι απαντήσεις κατά προσέγγιση: Είναι η εγκατάσταση -κυριολεκτικά- 25 φωνών μέσα στο χώρο του ΙΣΕΤ, που υπενθυμίζουν σχεδόν αγνοώντάς το, από πού περνάει η δημιουργία, η συνείδηση, η παρατήρηση, ο στοχασμός, η αυτοκριτική, η επιστροφή και η αναχώρηση, οι επιλογές και οι προσπάθειες για την επίτευξη νοήματος, επομένως πίστης σε κάτι. Είναι αυτοί οι 25, γιατί με αυτούς έχω προσωπικά δοκιμάσει κατά καιρούς ένα είδος έντασης στην συζήτηση, σχεδόν αγωνίας για αυτά που θα μου έλεγαν εννοώ… ακόμη και όταν οι συζητήσεις μας λάμβαναν χώρα στο τηλεοπτικό περιβάλλον. Είναι αυτοί οι 25 γιατί τους συναναστράφηκα ή συνάντησα το έργο τους σε καίριες στιγμές της προσωπικής μου ανάπτυξης, και λίγο έως πολύ με επηρέασαν, προς την μια η την άλλη κατεύθυνση. Κάποιοι είναι στενοί μου φίλοι, άλλοι λιγότερο. Όμως τα έργα τους, η στάση τους, ο λόγος τους ήταν για μένα σαν αστραπή σε κάποια όχι τόσο ηλιόλουστη μέρα.

Είναι, επομένως, μια προσωπική επιλογή να θέλω να ακουστούν οι φωνές τους, για 2-3 λεπτά, σε κάτι που λένε και αξίζει να το θυμόμαστε, πιστεύω. Είναι, ακόμη, μια προσωπική επιλογή που η παρούσα συγκυρία προκάλεσε. Μια συγκυρία η οποία κατά περίεργο τρόπο σε κάνει να θέλεις να πιαστείς από κάπου, από εκείνους τους ανθρώπου ή τα πράγματα που έφεραν ή φέρουν στους ώμους τους, τους καιρούς, σαν σοφά διαστήματα μέσα στο χρόνο, όχι σαν κατάρες ή κακοδαιμονίες. Που μπορούν με προσωπικό κόστος να στέκουν στη μέση μιάς κακιάς στιγμής, ονομάζοντάς την, αλλά και ξεπροβοδίζοντάς την.

Σε αντίθεση με το βιβλίο «Για τα πράγματα που λείπουν» που εξέδωσε με ενθουσιασμό ο εκδότης Σταύρος Πετσόπουλος και οι εκδόσεις Άγρα το 2009, και που περιελάμβανε 18 συζητήσεις μου με καλλιτέχνες, διευθυντές μουσείων και επιμελητές από την ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ, η ηχητική εγκατάσταση «Ρωτώντας» ξεκίνησε από άλλο δρόμο. Θέλει να είναι ένα εικαστικό περιβάλλον, ένα έργο αρχείου της τέχνης, όχι αναγκαστικά έργο τέχνης. Περιλαμβάνει μόνο Έλληνες καλλιτέχνες και έχει την πρόθεση ενός έργου in progress. Έχει τη σημασία ενός ημερολογίου με σύντομες σημειώσεις, την συναισθηματική αξία της κατ’ ιδίαν εξομολόγησης μέσα από μια φράση, που κάποιος σκύβει να σου πει σε χρόνο απρόβλεπτο. Δεν έχει την ολότητα μιάς πλήρους αφήγησης, αλλά την πυκνότητα μιάς σκέψης που έκανε καιρό να σχηματισθεί για να είναι χρήσιμη. Και δεν έχει σαν οικοδεσπότη έναν εκδότη, αλλά τη Τζούλια Δημακοπούλου που έστησε το ΙΣΕΤ με όλη της την αγάπη για την διαφύλαξη της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, των αρχείων της και των φωνών της. Την ευχαριστώ θερμά και παράλληλα θέλω να της εκφράσω βαθειά εκτίμηση. Άλλο ένα πρόσωπο του οποίου την Φωνή, με όλες τις σημασίες, αξίζει να θυμόμαστε.

Με προσκάλεσε κατ ’αρχήν σε διάλογο, κατόπιν στο σταδιακό κτίσιμο της εγκατάστασης και με τον σταθερό και δημιουργικό της τρόπο οδήγησε τα πράγματα στην υλοποίηση. Οι ερωτήσεις που ακούγονται στον χώρο είναι λίγες από όσες πολλές έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια στους δημιουργούς. Είναι ερωτήματα που με απασχολούν προσωπικά και των οποίων τις απαντήσεις ουδέποτε θα έχω ξεκάθαρες. Εξ’ άλλου, αυτή είναι και η διαδικασία παραγωγής ενός έργου, η αναζήτηση απαντήσεων σε πολλά πεδία, φιλικά ή όχι, οικεία ή ανοίκεια, εδώ ή εκεί, όπου υπάρχει χώρος ζωτικός και ελεύθερος.

Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν τις φωνές είναι μια στιγμή. Μια στιγμή που αποτυπώνει την έκφραση σαν ταυτοποίηση του μέσα με το έξω. Το δακτυλικό αποτύπωμα της προσωπικότητας και ένα «ενθύμιο» που συνοδεύει τον ήχο.

Είναι το σώμα της φωνής, ώστε η μνήμη να επαναφέρει γλυκά τα πρόσωπα στο μέλλον, σαν ένα παράδειγμα διαφύλαξής της.

image002

Related Posts