Το πρώτο όνειρο μετά τον θάνατο της μητέρας μου ήταν πως τα χέρια μου γίνανε φτερά και κουνώντας τα ρυθμικά ανέβηκα ψηλά, πετώντας πάνω από την Ξηροκρήνη Θεσσαλονίκης. Και ήρθαν και τα αδέλφια μου και οι νύφες με τα ανίψια μου και κάναμε όμορφους σχηματισμούς στον ουρανό, με επίσημα μαύρα σακάκια και φράκα … σαν χελιδόνια.
Στην κηδεία δε φρόντισα τα μαλλιά μου … ήταν ανάκατα και άγρια. Η μάνα μου έλεγε, «φέρε λίγο λαδάκι να σου κάνω μπούκλες, να μην είσαι αναμαλλιασμένη». Μπορεί να φταίει που έμαθα τον θάνατό της από το τηλέφωνο. «Είναι ακόμη ζεστή», είπε ο αδελφός μου ο Παντελής – ίσα που την πρόλαβε – κι εγώ έφυγα με το ΚΤΕΛ – επτά ώρες δρόμος – και τη βρήκα όμορφα ξαπλωμένη στο σαλόνι με τις χειροποίητες κούκλες της.
«Θα έρθω τα Χριστούγεννα» της είπα, που με ζητούσε. Στις 24 Δεκεμβρίου σκεφτόμουν ότι θα μαζευτούμε όλοι όπως ήθελε ή τον Φεβρουάριο, που ήταν και η ημερομηνία που παντρεύτηκε – και ο πατέρας μου Φεβρουάριο διάλεξε να φύγει-. Αλλά πάλι, έλεγα: «έχω και το Καθώς Ψυχορραγώ πρεμιέρα τον ίδιο μήνα. Πώς θα τα ταιριάξουμε;»
Βρήκαμε μια ωραία μαρμάρινη πλάκα μ’ένα ρόδο ανάγλυφο και σταυρό, όπως μας παράγγειλε, και είπα να γράψουν απάνω το «ρητό» της: «υπάρχει το καλό, το κακό και το… φανταστικό». Αλλά η Ελένη, η νοσοκόμα της, είπε: «η κυρία Κούλα ήθελε τα χέρια της σκαλιστά…»
«Τα χεράκια μου…τα κατάστρεψα τα χεράκια μου», έλεγε. Να στρώσει κανείς στη σειρά τα καλλιτεχνικά εργόχειρα, τα ρούχα που έραψε, τα πλεκτά, τις ζωγραφιές, τις προίκες που γάζωσε, εκατοντάδες μέτρα δαντέλες, και μπορεί να σκεπάσει την εθνική οδό Αθήνα – Θεσσαλονίκη… αν βάλει και τις κουρελούδες που έπλενε στη μπανιέρα και κόπηκε η μέση της στα δύο. Με τη μάνα μου έφυγε, ίσως, και η τελευταία παλιά Ελληνίδα νοικοκυρά και εμένα κόπηκε ο «ομφάλιος λώρος» μου…
Αφιερωμένο στη μητέρα μου Βασιλική Φιλιππίδου (1920 – 2016)