Από τον Γιώργο Καρουζάκη
«Ο Χαλεπάς, ο απαράμιλλος Ελλην ποιητής του μαρμάρου, ο αγαθός γέρων, που έζησεν την ωραίαν εις εμπνεύσεις ζωήν του, μέσα εις το πτωχόν περιβάλλον του λιτού εργαστηρίου του, από χθες δεν υπάρχει πλέον». Η είδηση του θανάτου του κορυφαίου Ελληνα γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά (1851 – 1938) είχε αναγγελθεί εντυπωσιακά στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας «Καθημερινή» τη 16η Σεπτεμβρίου 1938 με τίτλο «Απέθανεν ο Γιαννούλης Χαλεπάς» και υπότιτλο: «Το έργον και η πολυώδυνος ζωή του».
Το μοναδικό φυσικό ταλέντο του Τηνιακού γλύπτη και η «πολυώδυνος», άτυχη ζωή του αναβιώνουν 150 και πλέον χρόνια μετά τη γέννησή του στη μυθιστορηματική βιογραφία του Χρήστου Σαμουηλίδη με τίτλο: «Γιαννούλης Χαλεπάς. Η τραγική ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη». (Σειρά: Μαρτυρίες από το βιβλιοπωλείον της Εστίας. Σελ. 636).
Ο τραγικός μύθος του καλλιτέχνη είναι το θέμα ακόμη μίας έκδοσης που επανακυκλοφόρησε. Είναι το βιβλίο του γλύπτη και εκδότη Ρήγα Γαρταγάνη με τίτλο «Γιαννούλης Χαλεπάς. Η ζωή ενός μεγάλου», το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1957 από τις εκδόσεις «Ο Κεραμεύς» και επανήλθε συμπληρωμένο με εικόνες από τις εκδόσεις «Ερίννη» (Σελ. 307). Το πόνημα του Γαρταγάνη, μυθιστορηματική βιογραφία επίσης, έχει βασιστεί σε βιογραφικά δοκίμια, υλικό από εφημερίδες και πληροφορίες Τηνιακών. Περισσότερο μυθοποιητικό, αναπλάθει την εποχή και ζωντανεύει την ανθρώπινη διάσταση του καλλιτέχνη με όλη τη γοητεία, τον μαγνητισμό που εκπέμπει η περίπτωσή του.
Καταστάλαγμα της πενταετούς, επίμοχθης έρευνας του συγγραφέα Χρήστου Σαμουηλίδη αποτελεί το δικό του βιβλίο με αποδέκτες τους πολυπληθείς Έλληνες αναγνώστες, που ελάχιστα γνωρίζουν, ακόμη και σήμερα, για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου γλύπτη και τα λίγα διασωζόμενα έργα του. Ανάμεσά τους και η περίφημη «Κοιμωμένη» του, γλυπτό του 1878 που θαυμάζουμε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, στον τάφο της αδικοχαμένης, φυματικής νέας, Σοφίας Αφεντάκη. Έργο που από μόνο του θα μπορούσε να χαρίσει στον Χαλεπά την αθανασία.
Οι σκληρές δοκιμασίες της ζωής του, το δυσμενές ελληνικό περιβάλλον, η καθήλωσή του περίπου σαράντα χρόνια στην ψυχοπάθεια και, συνεπώς, η πολύχρονη καλλιτεχνική αδράνεια δεν τον εμπόδισαν να κερδίσει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στα σπουδαία ονόματα της Ιστορίας της Τέχνης.
Δεν τον ήθελαν γλύπτη
Και οι δύο εκδόσεις πιάνουν το νήμα της ζωής του από την εποχή που ο Χαλεπάς ήταν παιδί στον Πύργο της Τήνου και έπαιζε τα μαρμαρογλυφικά παιχνίδια του με πάθος και σοβαρότητα. Όταν, δηλαδή, η μεγάλη αγάπη του για τη γλυπτική συναγωνιζόταν το μένος της μητέρας του, της κυρα-Ρήνης, η οποία αντιδρούσε βίαια προκειμένου να αποτρέψει τον γιο της από τη δουλειά του μαρμαρογλύπτη. Δεν ήθελε ο πρωτότοκος γιος της να ακολουθήσει τη δουλειά του συζύγου της Ιωάννη Χαλεπά, παρ’ όλο που εκείνος ήταν ένας από τους πιο πετυχημένους μαρμαρογλύπτες της εποχής του. Ανάλογες αντιδράσεις αντιμετώπισε αργότερα ο νεαρός γλύπτης από συμφοιτητές και ορισμένους καθηγητές στο Σχολείον των Τεχνών της Αθήνας, όταν το φωτεινό του ταλέντο και οι διακρίσεις που δέχτηκε προκάλεσαν τον φθόνο και τις αντιζηλίες μικρόψυχων ανθρώπων με ισχνές καλλιτεχνικές δυνατότητες.
Η μικρονοϊκή ελληνική πραγματικότητα θα αποκαλυφθεί ξανά, όταν ο Χαλεπάς θα βρεθεί για σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με την «κουτσουρεμένη» υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελίστριας Τήνου. Ως φοιτητής της γερμανικής Ακαδημίας διακρίθηκε, επαινέθηκε από σπουδαίους δασκάλους και τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο για το γλυπτικό σύμπλεγμα του Σατύρου ο οποίος παίζει με τον Έρωτα. Την ίδια εποχή, όμως, τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως για την Πανελλήνια Έκθεση του Ζαππείου αρνήθηκαν, αναιτίως, να συμπεριλάβουν το γλυπτό του «Φιλοστοργία» στην έκθεση. Δείγμα του φόβου και της αμηχανίας τους μπροστά σε ένα ξεχωριστό ταλέντο.
Στη διάλυση της προσωπικότητας του προικισμένου γλύπτη συνέβαλε, τα επόμενα χρόνια, και ο ανεκπλήρωτος έρωτας που έτρεφε για τη συγχωριανή του Μαριγώ Χριστοδούλου, καθώς οι γονείς της αρνήθηκαν την ένωσή τους. Ο δεκατετράχρονος εγκλεισμός του στο φρενοκομείο, η αντίδραση της μητέρας του στην ενασχόληση με την τέχνη και μετά την έξοδό του από το ψυχιατρείο -η μητέρα του από άγνοια ενίσχυε τον ρόλο του πρωτότοκού της ως «τρελού» του χωριού και του «δούλου» που έκανε θελήματα και έβοσκε πρόβατα- και η ύστερη καλλιτεχνική του αναγέννηση μετά το θάνατό της σημάδεψαν επίσης τον πολυτάραχο βίο του.
«Έβοσκε, πρώτα πρώτα, στις πλαγιές των βουνών τα λιγοστά πρόβατα της οικογένειας, μάζευε πράσινα χόρτα από το λόφο, τα έφτιαχνε δεμάτια, τα φορτωνόταν, τα κουβαλούσε στον κήπο του σπιτιού και τα άπλωνε εκεί για να ξεραθούν στον ήλιο, να αποθηκευτούν μετά και να φυλαχτούν για τροφή των μικρών ζώων το χειμώνα», γράφει ο Χρήστος Σαμουηλίδης.
Η εξέλιξη της τέχνης του
Ο κίνδυνος που ελλοχεύει στη διερεύνηση του δύσκολου βίου του γλύπτη έχει σχέση με τη μονόπλευρη, συχνά συναισθηματική προσέγγιση της προσωπικότητάς του εις βάρος του ταλέντου και της καλλιτεχνικής του δεξιότητας. Η μυθιστορηματική βιογραφία του Χρήστου Σαμουηλίδη, αν και επικεντρωμένη στα γεγονότα και τα δεινά της ζωής του, τονίζει ικανοποιητικά και την εξέλιξη της τέχνης του, φωτίζοντας όλα τα στάδια των πλαστικών του αναζητήσεων. Εξετάζει και τις τέσσερις καλλιτεχνικές περίοδους του γλύπτη: τη μαθητεία του αρχικά στο Σχολείον των Τεχνών της Αθήνας στο πλευρό του Ελληνοβαυαρού γλύπτη Λεωνίδα Δρόση και την επιρροή που δέχτηκε ο νεαρός γλύπτης από το κλίμα του νεοκλασικισμού, ενώ άρχισε να εξοικειώνεται με τα αγαπημένα του μυθολογικά θέματα. Στη συνέχεια επισημαίνεται το ενδιαφέρον του για το ρεαλιστικό κίνημα της εποχής των σπουδών του στο Μόναχο και κυρίως για τον δυναμικό ρεαλισμό του γλύπτη Ρίτσελ.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα σηματοδοτεί μια νέα, αν και βραχύβια, δημιουργική περίοδο. Όταν άρχισε να δέχεται παραγγελίες, να δουλεύει ξανά το θέμα του Σάτυρου που παίζει με τον Έρωτα, να ολοκληρώνει την «Κοιμωμένη» και να απορροφάται μανικά με το θέμα της Μήδειας, ώσπου κλονίστηκε ανεπανόρθωτα η ευαίσθητη ψυχική του υγεία. Τις δυσκολίες που του προκάλεσε η απόδοση του θέματος της Μήδειας μεταφέρει στο βιβλίο του ο Χρήστος Σαμουηλίδης: «Εκείνη την ώρα χανόταν το τελευταίο φως της ημέρας και το σκοτάδι άρχισε να πέφτει λίγο λίγο στο ατελιέ του. Ξαφνικά ο Γιαννούλης κυριεύτηκε πάλι από μια έντονη νευρικότητα, που πολύ γρήγορα φούντωσε και έγινε ασυγκράτητη οργή, η οποία αμέσως κιόλας, κατέληξε σε παροξυσμό! Χωρίς να λυπηθεί τον μόχθο του, έπεσε πάνω στο πρόπλασμα και, χτυπώντας το με ένα σφυρί, το διέλυσε και το έκανε κομμάτια!… Κατόπιν ρίχτηκε στα τζάμια του εργαστηρίου, τα έσπασε ένα ένα και τέλος, άρπαξε όλα τα σκίτσα που είχε σχεδιάσει και τα έσκισε κι εκείνα με μανία!…».
Αξιοσημείωτο της αινιγματικής του πορείας είναι ο συγχρονισμός του με τις κατακτήσεις της τέχνης παρά τα 38 χρόνια που έζησε στο σκοτάδι της ψυχασθένειας. Ο καθηγητής και ζωγράφος Άγγελος Προκοπίου, προσπαθώντας τη δεκαετία του ’50 να φωτίσει την απρόσμενη, ύστερη «άνθηση» του Χαλεπά, τον αποκαλεί τραγικό καλλιτέχνη του εξπρεσιονισμού σαν τον Βαν Γκογκ και τον Κίρχνερ. Και εξηγεί: «Όταν πλησιάζουμε το έργο του Χαλεπά της τελευταίας φωτεινής περιόδου, με σκοπό να το ταξινομήσουμε στην κλίμακα των αξιών της Ιστορίας της Τέχνης με βάση τα δικά του πλέον γνωρίσματα, καταλαβαίνουμε πως ο χαρακτηρισμός του πρωτογονισμού που του έχουν αποδώσει, είναι ξένος προς τα πράγματα. Γιατί πρωτογονισμός σημαίνει επιστροφή στην αμορφία, ενώ το έργο του Χαλεπά εισέρχεται με όλες τις δυνάμεις της διανοίας, σε μια νέα τάξη μορφών. Επειδή στην τάξη αυτή κύριο ρόλο διαδραματίζει η γεωμετρία των επιπέδων και των όγκων, είναι πιο σωστό να την αποκαλέσουμε γεωμετρική τέχνη»
Μάιος 2005