Από την Αργυρώ Μποζώνη
Η καινούργια δουλειά του εικαστικού Αλέξανδρου Βασμουλάκη έχει μια ιστορία που ξεκινά από το Βρετανικό Μουσείο. Στην αίθουσα 77 του Μουσείου εκτίθενται τα απομεινάρια του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού και τα κολοσσιαία αγάλματά του. Εκεί στέκει η Αρτεμισία, η γυναίκα του Μαύσωλου. Ήρθε στο φως στις ανασκαφές του 1857. Δημιουργήθηκε περίπου το 350 π. Χ. από πεντελικό μάρμαρο το οποίο ακόμα διατηρεί τη λάμψη και τη διαφάνειά του. Ο χρόνος και το χέρι των ανθρώπων, όμως, μόνο τρυφερά δε της φέρθηκαν.
Η Αρτεμισία υψώνεται εκεί, δυόμιση μέτρα πάνω από τη γη, με ένα ωραίο, πλούσια πτυχωτό, πολυτελές ένδυμα. Το πρόσωπό της είναι κατεστραμμένο. Ό,τι απόμεινε είναι δυο μάτια και μερικές από τις μικρές μπούκλες της στο μέτωπο. Πιθανώς, ο βάνδαλος που της κατέστρεψε με μανία το πρόσωπο την έκανε να μοιάζει με κάποια άλλη, μια φιγούρα από τα έργα του George Condo ή τα πρόσωπα των γυναικών της κυβιστικής περιόδου του Πικάσο. Μια και κανείς δε θα μάθει ποτέ πώς ήταν στην πραγματικότητα, έρχεται η φαντασία να προσθέσει στοιχεία στην όψη της: ίσως χείλη στενά ή μια κοντυλένια μύτη.
Ο εικαστικός Αλέξανδρος Βασμουλάκης είναι επισκέπτης του μουσείου. Ζει στο Λονδίνο έξι μήνες το χρόνο και φτάνει συχνά κάτω από το υποβλητικό άγαλμα. Ως καλλιτέχνης επιχειρεί να σχηματίσει αυτό που λείπει. Κάθε φορά που το κοιτάζει είναι διαφορετικό. Το τερατώδες παραμορφωμένο πρόσωπο, αυτό που έφτιαξε ένας δημιουργός και αναδημιούργησαν οι συντηρητές του μουσείου, αναδίδει την αρχική του ομορφιά στη φαντασία του.
Η Αρτεμισία γίνεται το αγαπημένο του έργο, κυρίως για το περιθώριο που αυτό αφήνει στη φαντασία για να το αναδημιουργήσει. Το άγαλμα ήταν η αφορμή να ξεκινήσει την καινούργια του δουλειά, σε απόσταση από το παλιό του οπλοστάσιο με τα τρικ και ορισμένες ευκολίες. Η άμορφη ομορφιά της Αρτεμισίας γίνεται η αρχή μιας δοκιμασίας, μια νέας περιόδου. Ο καλλιτέχνης πρέπει να μπει σε αυτή και να φτιάξει και εκείνος έναν καινούργιο εαυτό.
«Οι άνθρωποι που φτιάχνουμε εικόνες, ζωγράφοι, γλύπτες, φωτογράφοι, συνήθως, βρίσκουμε κάποια εικαστικά τεχνάσματα τα οποία μας κάνουν τη δουλειά και τη ζωή πιο εύκολη και συνάμα αρκετά αναγνωρίσιμη. Έχω πολλά τέτοια στα συρτάρια μου. Σε αυτή τη σειρά έργων προσπάθησα να μη χρησιμοποιήσω κανένα, να ξεμάθω και να ξεχάσω τον γνώριμο τρόπο γραφής μου. Είναι μια κάπως επίπονη διαδικασία, ωστόσο, αρκετά ενδιαφέρουσα, λόγω των εκπλήξεων που προκύπτουν. Μοιάζει με διελκυστίνδα, ανάμεσα σε αυτά που ξέρω και εκείνα που θέλω να μάθω.
» Επιχείρησα να φτιάξω abstract μορφές που μπορούν να ειδωθούν με τρόπο ο οποίος δύναται να αλλάξει στη δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση του έργου. Κάτι που δίνει περισσότερη δουλειά στο θεατή, μεγαλύτερο χώρο στη φαντασία του να δει με το δικό του τρόπο τη δράση των έργων. Και επειδή δεν είναι κάτι έτοιμο, κάτι «οριστικό», η προσδοκία μου είναι να ανοίξω ένα διάλογο με το θεατή για το πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό που συμβαίνει μπροστά μας και ποια είναι η σχέση μας με κάτι μη-οικείο».
Τα εικοσιπέντε έργα μικρού μεγέθους θα εκτεθούν στη γκαλερί The Breeder είναι το αποτέλεσμα αυτής της σπουδής. Μορφές γκουας και παστέλ, με κυρίαρχο τον άνθρωπο. Ο Βασμουλάκης στα περισσότερα έργα της έκθεσης χρησιμοποιεί τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπογραφίας, αφαιρώντας τους υπόλοιπους κανόνες με στόχο να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο αφαιρετικό και το παραστατικό.
Αυτή η καινούργια φάση είναι ήδη πολύ μακριά από τα γελαστά κορίτσια, και τους αφηρημένους τύπους που μας κοιτάζουν από τις τοιχογραφίες στο κέντρο της πόλης ή κάποιες άλλες ξεφλουδισμένες από το χρόνο. Πιστεύει ότι τα έργα στο δρόμο είναι καλό να είναι εφήμερα, ήδη τα δικά του έχουν μείνει «εκεί» πολύ καιρό.
Έχουν περάσει περισσότερες από δυο δεκαετίες από τότε που η γενιά του Βασμουλάκη βγήκε ορμητικά στους δρόμους και έκανε έργα στους τοίχους της πόλης. Οι τοίχοι – καμβάδες άρχισαν να μεταμορφώνουν το αστικό τοπίο, γεμίζοντάς το χρώμα. Ο ίδιος προτιμά να κάνει στο δρόμο εφήμερες εγκαταστάσεις αντικειμένων σε δρόμους και εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, ανοίγοντας μια άλλη θεματική (εδώ).
«Έχω αποσυνδεθεί», λέει, «από τη street art σκηνή. Ωστόσο, μια-δυο φορές το μήνα ρίχνω μια ματιά στα σχετικά blogs για να βλέπω το πώς εξελίσσεται. Τόσο το graffiti όσο και η street art είναι τέχνες που ανήκουν στη νέα γενιά και αυτό είναι κάτι που το βρίσκω τρυφερό και όμορφο. Οι καλλιτέχνες της street art που έχουν περάσει τα 30 και συνεχίζουν απτόητοι τη δουλειά στο δρόμο, μου θυμίζουν πανκ μουσικές μπάντες μεσηλίκων που αρνούνται πεισματικά να μεγαλώσουν. Έχει το ενδιαφέρον του αυτό, δε λείπουν όμως και κάποια στοιχεία γραφικότητας. Έχω όμορφες αναμνήσεις από graffiti festivals και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες στα 90s.
» Αν ψάξω να βρω τι έχει αλλάξει σε αυτή τη σκηνή από τότε είναι ο αριθμός των καλλιτεχνών και οι προσδοκίες τους. Τότε ήμασταν ελάχιστοι και σαφώς λιγότερο “υποψιασμένοι”. Σήμερα, η street art έχει πολύ πιο έντονο το στοιχείο της προβολής στα media με το ανάλογο marketing: οι έφηβοι street artists μαθαίνουν τους κανόνες αυτού του παιχνιδιού με το “καλημέρα”. Από τη μία αυτό αφαιρεί την αγνότητα από τη δουλειά τους, αλλά από την άλλη γεννάει φιλοδοξία και όραμα».
Alexandros Vasmoulakis
The Eaters and the Eaten
31 Mαρτίου – 7 Μαΐου2016