Μανταλίνα Ψωμά – The Apartment, 2012, oil on canvas
Ένα ανέκδοτο χριστουγεννιάτικο διήγημα του Βαγγέλη Προβιά
Είναι τόσο ευτυχισμένη! Όλα είναι άψογα. Άψογα! Η μουσική αρέσει στους καλεσμένους της, ο χώρος που άδειασε στο σαλόνι μεταφέροντας τον καναπέ, είναι συνέχεια γεμάτος από φίλους της που χορεύουν. Πόσο θλιβερά είναι τα πάρτυ που δεν χορεύει κανείς, σκέφτεται. Τα μεζεδάκια, τα γλυκάκια, τα σφηνάκια, όλα αρέσουν. Βλέπει τους δίσκους και τις πιατέλες να γεμίζουν και να ξαναγεμίζουν και τα μπουκάλια να αδειάζουν, χαρούμενη. Αλλά και με αγωνία. Μήπως ξεμείνει; Πόσα χρήματα έχει ξοδέψει για αυτό το πάρτυ! Το δέντρο μόνο στοίχισε όσο ένα ενοίκιο. Αλλά ήθελε να είναι όλα άψογα. Όχι, όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία… αξίζουν τα έξοδα, η κούραση. Κάτι θα βγει από αυτό, είναι σίγουρη.
Σίγουρη. Τέσσερις μήνες πριν, την πρώτη μέρα μετά τις καλοκαιρινές διακοπές, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς ένδειξη, απολύθηκε. Από τον ίδιο άνθρωπο που την προσέλαβε, που την προστάτευε στο γραφείο, που της ανέβασε, συμβολικά, λίγο πριν το καλοκαίρι, το μισθό μερικές δεκάδες ευρώ. Δεν του κρατά κακία. Δεν θυμάται σχεδόν τίποτε συγκεκριμένο από εκείνο το εφιαλτικό μισάωρο στο γραφείο του, ο πανικός, η πίκρα, τα σκέπασαν όλα, αλλά έχει την αίσθηση πως ήταν και αυτός πολύ στεναχωρημένος. Της εξήγησε γιατί έπρεπε να απολυθεί, περικοπές, ήταν εξαιρετική συνεργάτης, τον είχε βγάλει ασπροπρόσωπο, αλλά η επιχείρηση είχε προβλήματα, πελάτες χάθηκαν, η θέση της θα καταργηθεί, τα καθήκοντά της θα μοιραστούν. Πόσες φορές δεν τα είχε ξανακούσει όλα αυτά. Αλλά μέχρι εκείνη την μέρα, που επέστρεψε μαυρισμένη από τις διακοπές της, δεν την αφορούσαν.
Τώρα γελά δυνατά στην αγκαλιά εκείνου που την απέλυσε. Της λέει πόσο όμορφο είναι το Χριστουγεννιάτικο δέντρο της. Είναι ευτυχισμένη. Είχε την υποψία πως εκείνος δεν θα εμφανιζόταν. Τώρα που ήρθε, βλέπουν όλοι, παλιοί συνάδελφοι που εξαφανίστηκαν, άνθρωποι του σιναφιού, πιθανοί εργοδότες ότι… ότι δεν την απέρριψαν, ότι είναι ακόμα μια από αυτούς, ότι ο πρώην διευθυντής έρχεται στο σπίτι της, ότι είναι ακόμα στο παιγνίδι.
Πηγαίνει στην κουζίνα για ένα ποτό. Μπροστά στο νεροχύτη, η Βέρα, η κυρία που της καθαρίζει δυο φορές το μήνα το σπίτι τα τελευταία δέκα χρόνια, αδειάζει πλαστικά ποτήρια και τα πετά σε μια μαύρη σακούλα. «Βέρα, μην μαζεύεις ποτήρια αν δεν είναι εντελώς άδεια, μπορεί να πίνει κάποιος. Έχουμε πάγο;», λέει.
Η Βέρα είναι εδώ από τις δέκα το πρωί. Για να είναι όλα άψογα στο πάρτυ. Χωρίς πληρωμή, η ίδια επέμεινε. Η «κυρία» της (δεν μπορεί να τη σκεφτεί αλλιώς, «κυριά», δεν μπορεί να μην μιλά στον πληθυντικό – και ας είναι μόνο δύο χρόνια μεγαλύτερη από τον γιο της ο οποίος, πίσω στην πατρίδα, δουλεύει και αυτός στο marketing, σπουδασμένος με χρήματα βγαλμένα εδώ) δεν έχει μισθό. Δεν γινόταν να μην βοηθήσει, και ας μην καταλαβαίνει γιατί έπρεπε να γίνει ένα τόσο μεγάλο πάρτυ, με τόσα έξοδα, φαγητά, ποτά, dj και ειδικά φώτα. Εύχεται η Μαριάννα να βρει γρήγορα δουλειά. Όμως δεν είναι αισιόδοξη. Έχει χάσει και η ίδια πολλά μεροκάματα, σπίτια που καθάριζε, έκλεισαν, ξενοικιάστηκαν. Πρόσεξε πως άλλαξε το κορίτσι τους τελευταίους μήνες. Πως μιλάει ελάχιστα. Πως αγωνιά. Τα έχει ξαναδεί αυτά, στην πατρίδα της, σε πολλούς ανθρώπους και πιο έντονα. Την ενοχή, την απελπισία.
Άλλα απόψε η Μαριάννα είναι ευτυχισμένη. Βγάζει τα ψηλά τακούνια της και χορεύει (με κάποιον στον οποίο θα στείλει το βιογραφικό της αμέσως μετά τις γιορτές), φωτογραφίζεται, ανεβάζει πόζες στο Internet. Αχ, χαλάλι τόσα λεφτά, χαλάλι τόσο άγχος, σκέφτεται. Όλα απόψε είναι τέλεια, όλα θα ξαναγίνουν τέλεια.
Στις δώδεκα φορά τα παπούτσια της και μπαίνει φουριόζα στην κουζίνα. Δεν προσέχει ότι η Βέρα είναι χλωμή. Κουράστηκε. Και οι δυο κουράστηκαν. «Βγάλε τις κανάτες από την κατάψυξη και γέμισε ένα δίσκο με σφηνάκια. Σε 5 λεπτά θα έρθω να τον πάρω.» Είναι το θέμα του πάρτυ. Χριστούγεννα και Μαργαρίτα. Εορταστικό πνεύμα και καλοκαίρι. Στολίδια και γρανίτα. Δέντρο και άσπρος πάτος… Το είχε σκεφτεί, το είχε οργανώσει άψογα. Κόκκινες μπάλες και κίτρινα σφηνάκια.
Απελπισία και ελπίδα.
*
Η Μαριάννα το ξενοίκιασε το σπίτι στον περιφερειακό του Φιλοπάππου. Από το Χριστουγεννιάτικο πάρτι δεν θυμάται σχεδόν τίποτε. Δουλειά δεν βρήκε, κανένας από τους καλεσμένους δεν μπόρεσε να βοηθήσει. Έφυγε, στο Λονδίνο. Δεν της αρέσει, μα πείθει τον εαυτό της πως είναι τυχερή. Από κείνη τη βραδιά, μόνο ντροπή της έχει μείνει.
… όταν μετά από πέντε λεπτά επέστρεψε στην κουζίνα να πάρει το δίσκο με τα σφηνάκια, είδε τη Βέρα σκυμμένη στο πάτωμα. Μάζευε γυαλιά και παγωμένη μαργαρίτα. Ο γεμάτος δίσκος και μια κανάτα της είχαν πέσει. Η Μαριάννα έσκυψε, θα ορκιζόταν ότι ήθελε να βοηθήσει. Αλλά… αλλά σαν από μόνο του το χέρι της έφυγε και έδωσε ένα δυνατό χαστούκι στη Βέρα. «Σου είπα να προσέχεις, τώρα δεν θα φτάσει! Θα μου χαλάσεις το πάρτι!!».
Δεν θυμάται μετά τι συνέβη. Σαν να της φαίνεται ότι η Βέρα σηκώθηκε, κλείδωσε την πόρτα της κουζίνας να μην μπει κανείς και την πήρε στην αγκαλιά της, μέχρι να σταματήσει να κλαίει. Αλλά δεν είναι σίγουρη. Ίσως να το ονειρεύτηκε.
Το βιβλίο «Τα Μαύρα Παπούτσια της Παρέλασης» του Βαγγέλη Προβιά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΛΚΟΣ