Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Ο Αλέκος Κυραρίνης ανήκει στους ζωγράφους της νεότερης γενιάς που φέρει έναν κόσμο στέρεο. Οι πίνακές του, ιδιόμορφα παλίμψηστα με ποικίλες αναφορές και σύμβολα, δεν έχουν ανάγκη την επίφαση μιας «σύγχρονης γραφής» ή τον συναισθηματισμό για να προσελκύσουν τον ενδιαφέρον.
Γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα και μεγάλωσε στον τόπο καταγωγής του, την Τήνο. Εργάστηκε με τον μαρμαρογλύπτη πατέρα του Γιάννη Κυραρίνη από την ηλικία των έντεκα ετών μέχρι και την εισαγωγή του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας το 1997. Φοίτησε στην ΑΣΚΤ από το 1997 έως και το 2003, με καθηγητές τους Δημήτρη Μυταρά και Γιάννη Ψυχοπαίδη.
Η δύναμη της τέχνης του, αυτή η απροσδιόριστη έλξη που καλεί τον θεατή να πλησιάσει κοντά σε έναν πίνακα και να καταδυθεί στον μικρόκοσμό του, είναι κυρίαρχη και στην πρόσφατη έκθεση του καλλιτέχνη με τίτλο «Καρδία Νήφουσα» στην Γκαλερί Citronne του Πόρου.
Φιγούρες δαιμόνων, ανθρώπων και αγίων, μυθικά τέρατα, η Μέδουσα και η Λερναία Ύδρα, χρηστικά αντικείμενα, θρησκευτικά σύμβολα, χαράξεις και ίχνη από απροσδιόριστες γραφές μοιάζουν να αιωρούνται στις επιφάνειες των έργων του. Επιπλέον, η οικονομία των χρωμάτων, η επαναληπτική χρήση του κόκκινου, του λευκού και του μαύρου, και ο κόσμος που περικλείουν εντείνουν την πεποίθηση ότι η λυτρωτική διάσταση της τέχνης δεν είναι προϊόν επινόησης ή στρατηγικής, αλλά επίμονη εργασία και σοβαρή άσκηση, πρωτίστως πνευματική.
Ποια θα λέγατε ότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της τέχνης σας;
«Προσπαθώ να αποκαλύψω όσα έχω μεγάλη περιέργεια να δω. Φυσικά, χρησιμοποιώ τα Μέσα της εποχής μας. Δεν έχω, όμως, την αγωνία της απόκτησης ενός σύγχρονου ύφους. Πολλές φορές αυτού του είδους οι αναζητήσεις είναι απλώς αισθητικές και επιφανειακές μόδες».
Πώς έχει εξελιχθεί η δουλειά σας μέσα στα χρόνια;
«Στη Σχολή ξεκίνησα να κάνω κάποια παραστατικά έργα, αν και δεν ήμουν ποτέ παραστατικός με την τυπική έννοια. Θεωρώ λίγο επικίνδυνη τη διαμόρφωση ενός προσωπικού ύφους από πολύ νωρίς. Αν δεν το έχεις εντοπίσει μέσα από μια σειρά βιωμάτων, αν δεν το αφήσεις να προκύψει αβίαστα, μπορεί να σε φυλακίσει και να “τρέχεις” να ικανοποιείς την εικόνα σου. Ό,τι θα καταφέρεις, θα πρέπει να είναι σαν ένα δικό σου τζιν παντελόνι, που έχει πάρει το σχήμα του σώματός σου, έχει φθαρεί στο σημείο που ακουμπάς τα χέρια σου, και μπορείς να το ενδύεσαι και να κινείσαι άνετα».
Ποιο ρόλο έχει στη ζωγραφική σας η καταγωγή από το νησί της Τήνου, η ενασχόληση του πατέρα σας με την μαρμαρογλυπτική, το ευρύτερο ελληνικό περιβάλλον;
«Όλα αυτά υπάρχουν ως περιεχόμενο στη μνήμη μου. Μέσα από μεγάλη προσπάθεια και πολλές δοκιμές, άρχισε το χέρι μου να γλιστράει προς αυτές τις διατυπώσεις. Είδα σιγά-σιγά να διαμορφώνεται μια προσωπική παράδοση στη δουλειά μου, η επιθυμία να θέλω τα δω τα πράγματα έτσι. Επειδή ξεκίνησα από τη ρεαλιστική ζωγραφική, κατάλαβα επίσης ότι σε πολλές περιπτώσεις το παιχνίδι είναι στημένο. Παρατηρούσα, για παράδειγμα, στα 90’ς αυτή τη μόδα της ουδετεροποιημένης σχολικής ζωγραφικής, στην οποία είχαν προσδώσει τα χαρακτηριστικά της αγνής και τίμιας τέχνης, πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ζωγραφική».
Αναφέρεστε σε μια «γραφή» που υποδύεται την απλή και την πηγαία;
Ναι. Αν κοιτάξουμε όλους τους θαυμάσιους ελληνοκεντρικούς ρεαλιστές ζωγράφους, τον Παπαλουκά, τον Παρθένη, τον Τσαρούχη, τον Νικολάου, τον Μπουζιάνη, θα δούμε μια θέση, μια ιδέα, ένα ρήγμα στη μορφή, το οποίο ξεφεύγει από αυτό που θα έλεγα τυπικό σχολικό ρεαλισμό. Για αυτό, κάποια στιγμή, κατάλαβα ότι το παιχνίδι είναι στημένο και ότι δεν χωρούσα σε αυτό. Προσπάθησα να δώσω μια κλωτσιά και να … σπάσω την πόρτα. Έτσι ξεκίνησα από μια αφαιρετική διαδικασία που με δίδαξε πολλά. Σε αντίθεση με όσα πιστεύουν οι περισσότεροι, θεωρώ ότι η αφαίρεση προηγείται της πιο “σαρκωμένης” ζωγραφικής. Δεν καταλήγεις στην αφαίρεση. Η τέχνη δεν είναι ένα κρεμμύδι που το ξεφλουδίζεις διαρκώς για να μην μείνει τίποτα στο τέλος. Η αφαίρεση προηγείται, γιατί τονίζει το εσωτερικό κίνητρο, το προγονικό και αφετηριακό μέρος της ζωγραφικής».
Δεν συμφωνείτε με ορισμένους μοντερνιστές ζωγράφους που έλεγαν ότι έφτασαν στην αφαίρεση ύστερα από μεγάλη προσπάθεια…
Όχι. Τι είναι η αφαίρεση; Το να γδύνεις ένα κορίτσι; Ένα κορίτσι ντυμένο μπορεί να είναι εξίσου όμορφο και να αποκαλύπτεται καλύτερα το σώμα του. Τον εαυτό σου απλοποιείς στα πράγματα που αγαπάς, όχι τη ζωγραφική σου. Ούτως ή άλλως, αν είσαι ζωγράφος, ακόμα και νατουραλιστής, και δεν έχεις τη χάρη της απλότητας είσαι αποτυχημένος. Αν κοιτάξεις την Ιστορία, η γεωμετρική και η αρχαϊκή περίοδος, η κυκλαδική τέχνη προηγήθηκαν από την κλασική περίοδο. Γιατί εξασφάλιζαν αυτό το προγονικό στοιχείο, αυτόν τον ήχο της εικόνας και της μορφής που είναι στοιχεία αφετηριακά για τον άνθρωπο».
Η έννοια του παλίμψηστου και μιας ζωγραφικής που συντίθεται από σύμβολα, ίχνη και θραύσματα εικόνων διαφορετικών πολιτισμών, από τα Μινωικά χρόνια ως το Μεσαίωνα, το Βυζάντιο και τη σύγχρονη εποχή, αναγνωρίζονται στα έργα σας. Ποια είναι η σημασία αυτής της συνύπαρξης;
«Τα περισσότερα σύμβολα που βλέπει κάποιος στα έργα μου χρησιμοποιήθηκαν στα πρωτοχριστιανικά χρόνια και την αρχαιότητα: οι φιγούρες, τα κυπαρίσσια, τα παγώνια, το καράβι, το ψάρι. Προσπαθώ να προσεγγίσω κυρίως τα χρηστικά αντικείμενα αυτών των εποχών, να κάνω μια λεπτή εργασία, να συγκροτήσω τη σχέση της λεπτομέρειας με το σύνολο. Το αρχιτεκτονικό στοιχείο, η εσωτερική δομή είναι σημαντικά στοιχεία της ζωγραφικής μου. Δεν μπορώ να καταλάβω έναν καλλιτέχνη που προχωρά τη δουλειά του χωρίς να εξελίσσει το εσωτερικό και δομικό της μέρος και να απουσιάζει αυτό το πνεύμα που χρειάζεται ή επικαλείται. Δεν μπορώ να καταλάβω επίσης κάποιον που συγκινείται από την ιδέα του κόκκινου και όχι από το ίδιο το κόκκινο, το οποίο περιλαμβάνει και την ιδέα του χρώματος».
Μπορούμε να πούμε ότι η τέχνη σας προκύπτει από μια διαδικασία αφοσίωσης θρησκευτικού τύπου;
«Χωρίς να λέω ότι είμαι θρήσκος, θα έλεγα ότι έχω το άνοιγμα και το μάζεμα του ανθρώπου που ζει μια θρησκευτική ζωή. Ο Κίρκεγκορ κάνει λόγο για την αισθητική, ηθική και θρησκευτική ζωή. Εγώ ζω μια θρησκευτική ζωή, χωρίς να υποτιμώ τις άλλες. Αυτή η στάση έχει σχέση κυρίως με τη φιλοσοφική έννοια της θρησκείας, με το κέντρο, τη συγκέντρωση κι έναν στόχο αλλά και τον κίνδυνο της αυταπάτης και την πλάνη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ζωγραφίζω και ακούω Arvo Pärt. Δεν χρειάζεσαι να ομοιάζεις σε αυτό που κάνεις, να ταυτίζεσαι και να λιγώνεσαι. Αυτός ο εφηβικός, ηρωικός ρόλος έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Το μεγαλύτερο λάθος ενός καλλιτέχνη είναι να συγκινείται από τον κόσμο που περιγράφει. Η συγκίνηση τα διαλύει όλα, τα κονιορτοποιεί. Πάντα η τέχνη, για να συγκινήσει τους άλλους, χρειάζεται καθαρό μυαλό και πειθαρχία».
Μια άποψη της έκθεσης του Αλέκου Κυραρίνη στην Γκαλερί Citronne του Πόρου
Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 9 Σεπτεμβρίου, και θα είναι ανοιχτή 11-1 μμ και 7-11 μμ καθημερινά. Η επιμέλειά της ανήκει στην Ιστορικό Τέχνης Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη.