Τo «Απαραίτητο Φως» (Εκδ. Ίκαρος), το δεύτερο μυθιστόρημα της Ντορίνας Παπαλιού (έχει προηγηθεί το «Γκάτερ» από τον Κέδρο με κεντρικό ήρωα έναν νεαρό κομίστα) οδηγεί τον αναγνώστη σε ένα συναρπαστικό ταξίδι, στις φωτεινές αλλά και στις πιο σκοτεινές στιγμές της ανθρώπινης περιπέτειας.
Ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της νεοελληνικής ιστορίας – η Κατοχή, ο Εμφύλιος, τα Δεκεμβριανά- καθορίζουν τις ζωές των ηρώων. Καθώς εκτυλίσσεται η δράση και τα πρόσωπα αποκαλύπτουν τη μορφή τους στον αφηγηματικό καμβά, τα ιστορικά γεγονότα και οι περιπέτειες των ηρώων αποκτούν ευρύτερες, πολλαπλές σημασίες.
Όλα ξεκινούν όταν η ανθρωπολόγος Λουίζα Λασκαράτου επιστρέφει από την Οξφόρδη στην Αθήνα ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα της. Τότε, έρχεται αντιμέτωπη με την ύπαρξη ενός οικογενειακού ντοκουμέντου: μια φωτογραφία στην οποία η γιαγιά της, Λουίζ Χατζηλουκά, στέκεται μπροστά από έναν πίνακα, την αυτοπροσωπογραφία που είχε φιλοτεχνήσει ο διάσημος προπάππος της, ο Σκοτσέζος ζωγράφος του 19ου αιώνα Τζόναθαν Ντόντσον. Ο πίνακας, εξαφανισμένος από τα χρόνια της Κατοχής, δεν έχει μόνο καλλιτεχνική αξία για την οικογένεια της. Ήταν το έργο που πρόσφερε ο παππούς της σε έναν Γερμανό αξιωματικό, για να γλιτώσει τη γιαγιά της από την εκτέλεση με την κατηγορία της κατασκοπείας. Τελικά, η γιαγιά της, ζωγράφος της γενιάς του ’30 που αναζητούσε τη δύναμη του ελληνικού φωτός, εκτελέστηκε.
Η απόφαση της νεαρής ανθρωπολόγου να αναζητήσει τον χαμένο πίνακα της οικογένειάς της και τις συνθήκες του θανάτου της γιαγιάς της, δίνουν την ευκαιρία στη συγγραφέα να υφάνει αριστοτεχνικά μια στέρεη, βαθιά ανθρώπινη, ιστορία για τον πόλεμο, τη δύναμη του έρωτα, τη μνήμη και τη ρευστή φύση της αλήθειας, που κάποτε εμφανίζεται μπροστά μας με την αμφίσημη, απόκοσμη όψη ενός μυστηριώδους ιμπρεσιονιστικού πίνακα.
Την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου οι εκδόσεις Ίκαρος και ο ΙΑΝΟΣ παρουσιάζουν στις 8.30 μ.μ. στο βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ ( Σταδίου 24) το βιβλίο της Ντορίνας Παπαλιού. Θα μιλήσουν ο πολιτικός επιστήμων και αν. καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκος Μαραντζίδης, ο δημοσιογράφος Νίκος Βατόπουλος και η εικαστικός Κατερίνα Ζαχαροπούλου.
Με αυτή την αφορμή κουβεντιάσαμε με τη συγγραφέα.
Πώς θα συστήναμε το βιβλίο σας στους αναγνώστες;
«Θα το σύστηνα απλά ως «μυθιστόρημα», όχι ως «αστυνομικό μυθιστόρημα». Αν και στην καρδιά της πλοκής βρίσκεται η αναζήτηση ενός χαμένου έργου τέχνης, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στα βιβλία του Iain Pears, το μυθιστόρημα δεν ακολουθεί ακριβώς τους κανόνες του είδους της αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο τίτλος «Το Απαραίτητο Φως», συμβολίζει αυτό που απαιτείται για να αγγίξει κανείς την αλήθεια, είτε μιας ιστορίας, – εδώ της οικογενειακής ιστορίας που κρύβεται πίσω από την εξαφάνιση του πίνακα ενός πρωτοποριακού σκοτσέζου ζωγράφου του 19ου αιώνα και την ανεξήγητη εκτέλεση της ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά-, είτε της προσωπικής αναζήτησης. Συγχρόνως, όμως, αναφέρεται και στη ζωγραφική, το φως το ελληνικό που προσπαθεί να αποτυπώσει η ζωγράφος στα έργα της».
Η αφήγηση συνδέεται με ορισμένες από τις σημαντικότερες περιόδους της νεοελληνικής Ιστορίας: τη Μικρασιατική Καταστροφή, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τα Δεκεμβριανά. Ποιο κίνητρο σάς ώθησε να τοποθετήσετε τη δράση του βιβλίου σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο;
«Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται το μυθιστόρημα είναι τα χρόνια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από την ιστορία της ζωγράφου Λουίζ Χατζηλουκά και το σήμερα, μέσα από την νεαρή ανθρωπολόγο Λουίζα Λασκαράτου. Σε κάθε περίπτωση, η εποχή είναι ένα ψυχικό και κοινωνικό σκηνικό άρρηκτα συνδεδεμένο με την πλοκή και τους χαρακτήρες. Δεν λειτουργεί ως διακοσμητικός καμβάς. Ένας συγγραφέας δεν επιλέγει μια εποχή με αφηρημένους κανόνες, αλλά επειδή αυτό είναι το φυσικό περιβάλλον της ιστορίας του. Πρέπει όμως και να τον θέλγει η ανθρώπινη ατμόσφαιρά της, πράγμα που εμένα μου συνέβη με την περίοδο όπου κινούνται οι ήρωές μου».
Η στάση σας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα δεν είναι συνηθισμένη, τουλάχιστον στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας. Ενώ οι δύσκολες εποχές που εκτυλίσσεται η δράση αναδύονται ανάγλυφες, ο αναγνώστης δεν εισπράττει την ιδεολογική φόρτιση του συγγραφέα, που συνοδεύει, συχνά, τέτοιου είδους αναφορές. Είναι, αυτή, μια έμμεση πρότασή σας για τον τρόπο ανάγνωσης της Ιστορίας;
«Δεν επιθυμώ να προτείνω καμία ανάγνωση της Ιστορίας. Το μυθιστόρημα δεν είναι ιστορική μελέτη. Το μυθιστόρημα και η Ιστορία κάνουν άλλη δουλειά. Η Ιστορία θέλει να μας δείξει τι έγινε, και να μας κάνει να καταλάβουμε τις αιτίες. Ένα μυθιστόρημα, αντίθετα, αντιμετωπίζει μια ιστορική εποχή ως αφηγηματική ευκαιρία, που εμπλέκει τους ήρωες σε καταστάσεις ενδιαφέρουσες, και σε αντιδράσεις συχνά έντονες. Αλλά, τελικά, το μυθιστόρημα μιλά κυρίως για τους ανθρώπους.
»Στο «Απαραίτητο Φως» δεν επιχειρώ μια ιδεολογική ανάγνωση της Ιστορίας, φορτισμένης ή μη φορτισμένης, με τον όρο που συνήθως αποδίδεται σε αυτή την έννοια. Αυτό που επιδιώκω είναι το ιστορικό πλαίσιο της ιστορίας μου να περνά μέσα από τους χαρακτήρες, αναπαριστώντας έτσι τις πολλαπλές οπτικές που ορίζουν οι δικές τους ματιές, που μπορεί να είναι και ιδεολογικές.
»Στο βιβλίο, άρα, δεν υπάρχει απλώς μια συγκεκριμένη ιδεολογική ανάγνωση, υπάρχουν πολλές: αυτές των χαρακτήρων μου. Βέβαια, δεν υπάρχει καμία ανάγνωση που δεν ξεκινάει σε κάποιο βαθμό και από την τοποθέτηση ή την προκατάληψη, αν θέλετε, του αφηγητή. Αυτό συμβαίνει με κάθε συγγραφέα. Ο συγγραφέας όμως πρέπει πρωτίστως να υπηρετεί τους ήρωές του και την ιστορία του. Εκείνοι είναι που τον καθοδηγούν. Αν ο συγγραφέας είναι έντονα προκατειλημμένος, κινδυνεύει να χτίσει στερεοτυπικούς ήρωες για να εξυπηρετήσει την ιδεολογία του και όχι την ιστορία του».
Αυτή η οπτική αμφισβητεί, σκοπίμως, τη βεβαιότητα της μίας και μοναδικής αλήθειας και την αναπαραγωγή ιδεολογικών προκαταλήψεων και στερεοτύπων;
«Υπάρχει άραγε μια και μοναδική αλήθεια; Θα ήθελα πολύ να το γνώριζα αυτό το σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να σταθεί και να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια. Σχετικά με το «Απαραίτητο Φως», όμως, να πω πως δεν είναι ένα μυθιστόρημα για την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, παρόλο που η συμμετοχή των ηρώων στην Αντίσταση είναι καθοριστική στην εξέλιξη της πλοκής και ο καθένας τους παίρνει μια ξεκάθαρη ιδεολογική θέση. Είναι μια ιστορία που τυχαίνει να ξετυλίγεται μέσα στο σύνθετο αυτό τοπίο.
»Όσον αφορά τη σύγχρονη ηρωίδα, την Λουίζα Λασκαράτου, αυτό που την προβληματίζει δεν είναι η Ιστορία, αλλά η ιστορία της οικογένειάς της, η απόσταση που ανακαλύπτει ανάμεσα σε αυτά που άκουσε ως παιδί, τον μύθο της και την αληθινή ιστορία της οικογένειάς της, έτσι όπως σταδιακά της αποκαλύπτεται μέσα από την έρευνά της. Κι αυτός ο προβληματισμός είναι που την οδηγεί σε μια γενικότερη αναθεώρηση της ενδόμυχης ανάγκης να φτάσει κανείς την απόλυτη αλήθεια στα πράγματα. Γιατί συχνά δεν είναι βέβαιο ότι προτιμά κανείς την αλήθεια από τους μύθους του. Έτσι λοιπόν, θα έλεγα ότι από τη μια προβάλλεται μεν η δυσκολία που συναντά κανείς στην αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας, αλλά ακόμη πιο πολύ, το δίλημμα που νιώθει στην πορεία αυτής της αναζήτησης, το κατά πόσο θέλει τελικά να φτάσει όσο κοντύτερα μπορεί σε αυτήν την αλήθεια, καταρρίπτοντας ίσως τους υπάρχοντες μύθους».
Οι αφηγήσεις των ανθρώπων και η μνήμη τους δεν είναι ικανές, τελικά, να αποκαλύψουν την πραγματικότητα;
«Αυτό που πάντοτε μετράει σε μια αφήγηση είναι το ποιος αφηγείται μια ιστορία και σε ποιον, το πότε και το γιατί. Καμία ιστορία δεν ξεφεύγει από τη ματιά του αφηγητή της. Μια αφήγηση φυσικά και μπορεί να αποκαλύψει κάποια αλήθεια, αλλά θα είναι πάντα η αλήθεια αυτού που την αφηγείται. Κι έπειτα είναι και το θέμα της απόστασης. Τα παιχνίδια της μνήμης είναι πολύ παράξενα. Σε μια σκηνή του βιβλίου, η Λουίζα περιγράφει πως ένιωσε μια μέρα όταν βρέθηκε στο Μουσείο Ορσέ κοιτάζοντας έναν πίνακα του Σερά. Δεν ήξερε που ήθελε να σταθεί, από ποια απόσταση να κοιτάξει, δεν ήξερε αν ήθελε να βλέπει τις κουκκίδες, τις λεπτομέρειες στην τεχνική του ζωγράφου, το παιχνίδι που έκανε με το χρώμα ή το αισθητικό αποτέλεσμα που είχε η σύνθεσή του, την ψευδαίσθηση, κοιτάζοντας τον πίνακα από μακριά. Έτσι είναι καμιά φορά και στη ζωή, ένα αντίστοιχο παιχνίδι παίζεται με τον χρόνο. Η απόσταση καμιά φορά δρα καταλυτικά».
Στους ήρωες του βιβλίου θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε και τον χαμένο πίνακα ζωγραφικής που αναζητά η κεντρική ηρωίδα, προκειμένου να κατανοήσει το οικογενειακό της παρελθόν. Ποια άλλη σημασία αποδίδετε σε αυτήν την αναζήτηση;
«Συχνά οι ζωές των ανθρώπων και τον αντικειμένων μπλέκονται με τους πιο παράξενους τρόπους. Στο «Απαραίτητο Φως», ο πίνακας ως αντικείμενο, κρύβει πολλά μυστικά, τα οποία η Λουίζα πιστεύει πως θα της τα αποκαλύψει η εύρεσή του. Η επιθυμία της όμως να βρεθεί ο πίνακας, έχει να κάνει και με μια αίσθηση χρέους που νιώθει απέναντι στον πατέρα της, να ολοκληρώσει την αναζήτηση που εκείνος ξεκίνησε. Ύστερα από τον ξαφνικό του θάνατο, η Λουίζα καταδιώκεται από αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ μεταξύ τους, τη σχέση με τον πατέρα της που δεν κατάφερε ποτέ να έχει, όπως την ονειρεύτηκε. Στο πίνακα αναζητεί την εξιλέωση. Στην πορεία όμως θα ανακαλύψει πολύ περισσότερα για την ίδια και τον πατέρα της».
Το συγκεκριμένο έργο τέχνης αποκτά τις διαστάσεις ενός ιερού αντικειμένου. Σας έχει απασχολήσει αυτή η πτυχή της τέχνης;
«Λίγο πριν αρχίσω να γράφω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, με απασχόλησε το ζήτημα της τύχης των κλεμμένων έργων τέχνης από τους ναζί, αλλά και γενικότερα, οι σχέσεις των ανθρώπων με τις χαμένες κληρονομιές τους. Σ’ ένα από τα βιβλία που διάβαζα, της Lynn H. Nicholas, μια φωτογραφία τράβηξε την προσοχή μου. Ήταν χιλιάδες κλεμμένες καμπάνες, στοιβαγμένες στην προκυμαία ενός λιμανιού, σαν ένα λιβάδι σπαρμένο με καμπάνες πλάι στη θάλασσα, που περίμεναν να φορτωθούν στα πλοία για να μεταφερθούν σε κάποιο εργοστάσιο της Γερμανίας και να μετατραπούν σε πολεμικό υλικό. Αυτή η εικόνα απεικονίζει το παράλογο του πολέμου. Παράλληλα όμως και το πως η ταυτότητα ενός αντικειμένου, όπως και η ανθρώπινη υπόσταση, αλλάζουν βίαια για να υπηρετήσουν το ρόλο που τους έχει επιβληθεί από τις περιστάσεις. Σε αυτή τη σκέψη βρήκα ένα από τα βασικά ερωτήματα που με απασχόλησαν στο μυθιστόρημα.
»Ο πίνακας, ως αντικείμενο, συνεχώς αλλάζει ιδιότητα ανάλογα τα χέρια στα οποία βρίσκεται. Συγκεκριμένα, για τον πατέρα της Λουίζας, λειτουργεί ως αφηγηματικό βοήθημα. Η Λουίζα αναφέρει σε κάποια στιγμή, πως για τον πατέρα της ο πίνακας ως “αντικείμενο”, ίσως να στάθηκε το μέσο για να της μεταφέρει κάτι για τον ίδιο—την απώλεια που τον βάραινε και που ποτέ δεν μοιράστηκε ευθέως μαζί της. Και φέρνει στο νου της τη φυλή των Κοντί, της Ανατολικής Ινδονησίας. Όταν κάποιος ζητούσε από τους Κοντί να μιλήσουν για τη ζωή τους, για τους ίδιους, το μόνο πράγμα που έκαναν ήταν το εξής: οι γυναίκες απαριθμούσαν τα μέλη της οικογένειάς τους, ενώ οι άντρες τα κατορθώματά τους και τις θέσεις που κατείχαν μέσα στην κοινότητα ή τις τελετουργίες που είχαν τελέσει. Το να μιλήσουν οι Κοντί για τους ίδιους, δηλαδή για την προσωπική τους ζωή και τα συναισθήματά τους σε ένα τρίτο πρόσωπο, δεν ήταν μέσα στην κουλτούρα τους. Όταν όμως κάποιος τους ζητούσε να μιλήσουν για ένα προσωπικό τους αντικείμενο, τότε και μόνο, ένας άλλος κόσμος ανοιγόταν στον ακροατή τους. Μέσα από τα αντικείμενά τους μπορούσαν να μιλήσουν για τον εαυτό τους και τις ζωές τους—οι ιστορίες των αντικειμένων και οι ζωές των ανθρώπων συχνά να αλληλοσυνδέονται και να μπλέκονται. Τις διαστάσεις όμως του «ιερού αντικειμένου», όπως λέτε, κάτι σαν θαυματουργής εικόνας, τις αποκτά ο πίνακας σε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο της ιστορίας, που για ευνόητους λόγους δεν μπορώ να αποκαλύψω».
Υπάρχουν έργα τέχνης που θαυμάσατε με το ίδιο πάθος που αναζητά η ηρωίδα του βιβλίου τον χαμένο πίνακα;
«Αν ρωτάτε αν ποτέ είχα την οποιαδήποτε εμμονή με κάποιο έργο τέχνης θα σας απογοητεύσω. Όταν όμως έγινε η αναδρομική έκθεση στον Βαν Γκογκ στο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ, με αφορμή τη νέα πλήρη έκδοση με τα γράμματα του ζωγράφου στον αδελφό του τον Τέο, ήξερα πως αυτή την έκθεση δεν μπορούσα να τη χάσω. Κι εκεί, μέσα στον χώρο, κοιτάζοντας γύρω μου, αυτό το συναίσθημα που ένιωσα προσπάθησα να το μεταφέρω σε μια σκηνή του βιβλίου που δεν μπορώ να αποκαλύψω εδώ γιατί θα προδώσει κάτι από την πλοκή».
Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ζωγράφοι;
«Πάντα με δυσκολεύουν αυτές οι λίστες, να πρέπει να ξεχωρίσεις κάτι που αγαπάς και να το βάλεις σε σειρά. Αναμφισβήτητα, όμως, μερικά από τα πιο αγαπημένα μου έργα, για άλλους λόγους το καθένα, είναι η τοιχογραφία H Πομπή Των Μάγων του Benozzo Gozzoli στο παρεκκλήσι του παλατιού των Μεδίκων, η Συμφωνία Στα Λευκά, νούμερο 1, γνωστό και ως το Κορίτσι στα Λευκά, του James Whistler, το Αγόρι με Κόκκινο Γιλέκο του Paul Cezanne, Οι Λουόμενοι του Georges Seurat, το Χάραμα Μετά το Ναυάγιο του J. M. W. Turner, To Aτελιέ του Zωγράφου του Courbet, η Αγία Τριάδα του Αντρέι Ρουμπλιόφ. Και φυσικά, δεν θα μπορούσα να αφήσω έξω τους Glasgow Boys, ιδιαίτερα το The Tennis Party του John Lavery και τις αυτοπροσωπογραφίες του Van Gogh. Αγαπώ όμως πολύ και τα Γιαπωνέζικα γούντπριντς και τα Punjab paintings του Ρατζαστάν.
Το σασπένς, το μυστήριο, και η αστυνομική πλοκή είναι, επίσης, μερικά από τα χαρακτηριστικά και αυτού του μυθιστορήματός σας. Το ενδιαφέρον σας για την αστυνομική λογοτεχνία παραμένει ενεργό;
«Διαβάζω πάντα και με μανία αστυνομική λογοτεχνία. Αυτή την περίοδο όμως, έχοντας μόλις περάσει, για τις ανάγκες του βιβλίου μου, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα βυθισμένη στην ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, σε πρωτογενείς πηγές και αρχεία, αλλά και σε βιβλία ιστορίας της τέχνης, νιώθω την ανάγκη να ξαναδιαβάσω κάποιους από τους αγαπημένους μου συγγραφείς— Μπαλζάκ, Ντίκενς, Τουργκένιεφ, Μπόρχες, Τσέχοφ, Γκράχαμ Γκριν».