Κάποτε ζούσα στην πολύπαθη γειτονιά του Αγίου Παντελεήμονα, και κάθε πρωί που περίμενα το τρόλεϋ στη στάση, μπροστά στον ιερό ναό, παρατηρούσα τα κεραμικά πλακίδια που διακοσμούν τις προσόψεις του. Αψιδωτές επενδύσεις, πάνω από τα παραθύρια της εκκλησίας, και τετράγωνες λεπτομέρειες σε διάφορα σημεία μαρτυρούσαν την καλαισθησία του μεγαλύτερου ναού της Αθήνας. Μαρτυρούσαν το μεράκι που κατέθεσαν οι μάστορες μιας άλλης εποχής, πριν λερωθεί η επιφάνεια του ναού από το καυσαέριο και τη σκόνη του λεκανοπεδίου. Πουλιά, παγώνια, φυλλωσιές και λουλούδια αποτελούν τα κεντρικά μοτίβα των κεραμικών πλακιδίων. Αναρωτιόμουν αν είναι κεραμικά Ιζνίκ.
Τα κεραμικά Ιζνίκ έλαβαν την ονομασία τους από την πόλη στην οποία παράγονταν, τη Νίκαια της Βιθυνίας, στη σημερινή βορειοδυτική Τουρκία. Το «Ιζνίκ» αποτελεί παραφθορά του «Νίκαια». Η παραγωγή τους ξεκίνησε τον 15ο αιώνα, κορυφώθηκε στο δεύτερο μισό του 16ου και παρουσίασε σταδιακή παρακμή από τον 17ο αιώνα.
Στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο, οι διακοσμητικές τέχνες στον ισλαμικό κόσμο αντιμετώπιζαν τον έντονο ανταγωνισμό των εισαγόμενων δημιουργημάτων από την Ευρώπη και την Κίνα. Η ακμή του θαλάσσιου εμπορίου συνέβαλε καταλυτικά στην ταχύτερη διάδοση του χαρτιού, της πορσελάνης, των κεραμικών, μεταλλικών σκευών, υφασμάτων και μπαχαρικών.
Την ίδια περίοδο ακμάζουν τρεις ανταγωνιστικές μεταξύ τους ισλαμικές αυτοκρατορίες: Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (1299-1923), η Σαφαβιδική Αυτοκρατορία της Περσίας (1501-1736) και η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ στην Ινδία (1526-1857). Κατά περιόδους, οι ηγεμόνες και των τριών αυτοκρατοριών επιδίδονται σε ένα αδιάκοπο κυνήγι συλλογής έργων τέχνης αξεπέραστης αισθητικής και ανεκτίμητης αξίας. Συγχρόνως, επιδοτούν με οποιοδήποτε κόστος την καλλιτεχνική δημιουργία εντός και εκτός των Αυλών τους. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες δυναστείες των Αββασιδών και Φατιμιδών, των οποίων οι συλλογές ρευστοποιήθηκαν και μεταποιήθηκαν από τους μεταγενέστερους κατόχους τους, τα έργα τέχνης των τριών λαμπρών Αυτοκρατοριών διασώθηκαν επειδή διατηρήθηκαν σε ισχύ μέχρι προσφάτως.
Μετά την επικράτηση των Οθωμανών επί των Σαφαβιδών στη μάχη του Τσαλδιράν, το 1514, πολλά έργα τέχνης και καλλιτέχνες από το Ιράν μεταφέρθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Χρυσά και ασημένια σκεύη, νεφρίτες, πορσελάνες, γούνες, πλούσια μπροκάρ και χαλιά, χειροτέχνες, χρυσοχόοι, γουναράδες και μουσικοί. Οι περισσότεροι των Ιρανών καλλιτεχνών αξιοποιήθηκαν στα αυτοκρατορικά εργαστήρια της Κωνσταντινούπολης, όπως ο Ιρανός καλλιτέχνης Σαχκουλί, ο οποίος ήταν αρχισχεδιαστής και επέβλεπε 29 καλλιτέχνες και 12 μαθητευόμενους, λαμβάνοντας τον υψηλό μισθό των 22 ασημένιων νομισμάτων.
Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Ιρανοί καλλιτέχνες της οθωμανικής Αυλής εισήγαγαν την τεχνοτροπία σαζ. Σύνθετα λουλούδια τοποθετούνταν πάνω σε λεπτοδουλεμένα σπειροειδή σχήματα με αγκιστροειδή λογχοειδή φύλλα. Τα σχέδια σαζ σε χαρτί, μεταφέρονταν πάνω σε υφάσματα, χαλιά και κεραμικά κατευθύνοντας τον καλλιτέχνη στα σχέδια που έπρεπε να φιλοτεχνήσει.
Το σπουδαιότερο όμως κέντρο παραγωγής κεραμικών υπήρξε εκείνο του Ιζνίκ. Αρχικά, οι κεραμοποιοί είχαν επηρεαστεί από τον χρωματισμό και τα σχέδια της κινεζικής πορσελάνης, με το χαρακτηριστικό μπλε χρώμα του κοβαλτίου, το λευκό φόντο και το αχιβαδωτό χείλος στις άκρες των πινακίων. Οι κινέζικες πορσελάνες εκτιμούνται σε τέτοιο βαθμό, ώστε η συλλογή του Τοπ Καπί περιλαμβάνει στις μέρες μας δέκα χιλιάδες κομμάτια κινέζικης πορσελάνης και Celadon (πήλινα είδη με ανοιχτό πράσινο χρώμα και υαλώδη επίχριση).
Τον 16ο αιώνα οι κεραμοποιοί του Ιζνίκ, στο μπλε και τυρκουάζ πρόσθεσαν το μαύρο για τα περιγράμματα και το γκριζοπράσινο και απαλό μωβ. Επίσης, ξεκίνησαν να δημιουργούν σκεύη σε νέα σχήματα, όπως μεγάλους λύχνους με αχλαδόσχημο σώμα, στόμιο που φαρδαίνει προς τα έξω και τρεις λαβές σαν θηλιές στο πλάι για να κρεμαστούν αλυσίδες.
Η πραγματική άνθηση των κεραμικών του Ιζνίκ παρουσιάστηκε στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, όταν οι παραγγελίες εκτόξευσαν στα ύψη την παραγωγή πλακιδίων για τα αυτοκρατορικά οθωμανικά κτίρια, ιδιωτικές κατοικίες και περιφερειακά έργα. Αύξηση παρατηρήθηκε και στην παραγωγή επιτραπέζιων σκευών, σε ποικιλία διαφορετικών σχημάτων και διακοσμητικών συνδυασμών. Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε και το κόκκινο χρώμα από ερυθρό πηλό που παρέμεινε ανάγλυφο κάτω από το άχρωμο, διάφανο βερνίκι. Συγχρόνως, τα κεραμικά Ιζνίκ έγιναν δημοφιλή και στο εξωτερικό. Δείγματα βρέθηκαν στο Φουστάτ της Αιγύπτου και στο Γιόρκ Μίνστερ στη Μεγάλη Βρετανία.
Αντιθέτως, με τους ξένους αγοραστές, το Οθωμανικό κράτος πλήρωνε συγκεκριμένες τιμές οι οποίες σταθεροποιούνταν σε τεχνητά χαμηλή κλίμακα για τα είδη αυτά. Επομένως, οι κεραμοποιοί προτιμούσαν να κατασκευάζουν σκεύη για πώληση στην ελεύθερη αγορά παρά κεραμικά πλακίδια κατά παραγγελία της Αυλής. Ωστόσο, το 1585 ένα βασιλικό διάταγμα στάλθηκε στο Ιζνίκ απαγορεύοντας την παραγωγή επιτραπέζιων ειδών και ζητώντας την αποκλειστική παραγωγή πλακιδίων για το Τοπ Καπί. Ως συνέπεια της νέας απαγόρευσης, προέκυψαν νέα κέντρα απομίμησης των κεραμικών του Ιζνίκ, όπως στη Συρία, στην Ιταλία και στην Ουγγαρία.
Ο Οθωμανός Ηρόδοτος, ο περιηγητής Εβλιά Τσελεμπή, αναφέρει πως το 1648 επισκέφτηκε το Ιζνίκ και υπήρχαν μονάχα εννιά εργαστήρια, σε αντίθεση με τα εκατοντάδες των προηγούμενων χρόνων. Ο 17ος αιώνας ήταν η αρχή του τέλους για τα κεραμικά του Ιζνίκ. Ο καλπάζων πληθωρισμός, ο οποίος προκλήθηκε από τις τεράστιες ποσότητες αργύρου που εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι από τις Νέες Χώρες, ανάγκασε τους Οθωμανούς να περικόψουν δραστικά το εργατικό κόστος.
Κατά συνέπεια, απλοποίησαν και τυποποίησαν τα σχέδια για να διευκολύνουν την παραγωγή τους. Τα πινάκια έγιναν μικρότερα κατά τρία τέταρτα και οι χρωστικές ουσίες υπολείπονταν σε ποιότητα. Οι κεραμοποιοί προσπάθησαν να διευρύνουν την αγορά τους συμπεριλαμβάνοντας στα ανθοειδή μοτίβα τους διαφορετικά σχέδια, όπως ζώα, καράβια, περίπτερα σε σχήμα παγόδας και εκκλησίες. Συγκεκριμένα, δεκαπέντε σκεύη έφεραν επιγραφές στα ελληνικά ενώ πολλές πλάκες διακοσμήθηκαν με την Κάαμπα της Μέκκας. Εμφανής είναι η επιρροή των κεραμικών του Ιζνίκ σε εκείνα της πόλης Φεζ του Μαρόκου και των περσικών κεραμικών Κουμπάτσι.
Εξίσου αξιόλογο κέντρο παραγωγής κεραμικών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ήταν η Κιουτάχεια. Οι περισσότεροι τεχνίτες ήταν χριστιανοί, και με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1923, κατέφυγαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες φέρνοντας μαζί τους την τέχνη τους. Σε αυτούς ανήκει και ο καταξιωμένος Μηνάς Αβραμίδης. Τα κεραμικά του Αβραμίδη κοσμούν σε πολλά σημεία το εσωτερικό του κτιρίου της Βουλής, μια φρίζα με πλακάκια στη μεγάλη αίθουσα της Μακεδονικής Εταιρείας, την έγχρωμη φρίζα του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας στη Φλώρινα και … τον ιερό ναό του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών. Αν και οι κριτικές της δουλειάς του Αβραμίδη υπήρξαν αξιέπαινες, εκείνος έζησε μια ζωή μέσα στην ανέχεια και την εξαθλίωση.
Παρά τις αντιδράσεις της εποχής του μεσοπολέμου, η διάδοση των κεραμικών της Κιουτάχειας διευρύνθηκε. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είχε εξυμνήσει την καλαισθησία των οθωμανικών κεραμικών, αλλά έκρινε πως ο μουσουλμανικός λαλές (τουλίπα) δε θα έπρεπε να κοσμεί το Κοινοβούλιο των Ελλήνων, ούτε άλλα σημεία ενός ελληνικού αρχοντικού. Υποστήριζε πως ένα ελληνικό τζάκι θα έπρεπε να είναι ελληνικό και όχι τούρκικο ή περσικό. Ωστόσο, η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας Ελλάδος είχε διαφορετική άποψη στο θέμα. Γνωρίζοντας τη δεινή θέση των Μικρασιατών προσφύγων και την ενασχόλησή τους με την κεραμοποιία, προσπάθησε να τους ενισχύσει, παραγγέλλοντας διακοσμητικά κεραμικά πλακίδια για τα υποκαταστήματά της στην Πρέβεζα, στην Κοζάνη, στη Φλώρινα που προαναφέραμε και στα Ιωάννινα. Το κτίριο στα Ιωάννινα στεγάζει τη σημερινή Δημοτική Αρχή. Τέλος, κεραμικά Ιζνίκ θα αντικρίσει κάποιος στην ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος και στη Μονή Παναχράντου της Άνδρου.
Ο Νικόλας Damon Παπαδημητρίου είναι τουρκολόγος