Από τον Γιώργο Καρουζάκη
«Μεγάλωσα σ’ έναν κόσμο με σχεδόν απόντες τους ζωντανούς. Το Κόρνις, στο οποίο ζούσαμε, ήταν άγριο και δασώδες. Οι πιο κοντινοί μας γείτονες ήταν εφτά χορταριασμένες ταφόπλακες, που ο αδελφός μου κι εγώ ανακαλύψαμε ακολουθώντας τα ίχνη μιας κόκκινης σαλαμάνδρας στη βροχή. Ηταν οι τάφοι μιας επταμελούς οικογένειας, που είχε αφήσει τα εγκόσμια αρκετά χρόνια πριν».
Με αυτές τις φράσεις ξεκινά το βιβλίο «Dream Catcher. Α Memoir» εκδ.«Washington Square Press»), που εξέδωσε το 2000 η Μάργκαρετ Σάλιντζερ, η κόρη τού διασημότερου ερημίτη της αμερικανικής λογοτεχνίας Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Συμπυκνώνουν τη βαριά ατμόσφαιρα των παιδικών της χρόνων αλλά και τον μυθοποιημένο αναχωρητισμό του πατέρα της, που «φυλάκισε» την οικογένειά του στις ερημιές του Νιου Χάμσαϊρ. Ο θάνατός του στις 27 Ιανουαρίου του 2010, στα 91 του χρόνια, είχε επαναφέρει στο προσκήνιο το αυτοβιογραφικό βιβλίο της κόρης του και τη συζήτηση για την αινιγματική προσωπικότητά του.
«Ο πατέρας μου, συγγραφέας μυθιστορημάτων, ένας ονειροπόλος ο οποίος στον πραγματικό κόσμο μετά βίας δένει τα κορδόνια των παπουτσιών του, δεν προειδοποίησε ποτέ την κόρη του ότι θα μπορούσε να πέσει και να τσακιστεί» γράφει, με παιδικό παράπονο, στον πρόλογο.
Ο δημιουργός του «Φύλακα στη σίκαλη» στοιχειώνει όλο το βιβλίο της. Η μητέρα της, ο αδελφός της και η ίδια μοιάζουν να περιστρέφονται, ανυπεράσπιστοι, γύρω από τις τυραννικές του επιθυμίες. Η μισανθρωπία, ο μισογυνισμός και ταυτόχρονα το πάθος του Σάλιντζερ για τις νεαρές, σχεδόν ανήλικες, γυναίκες, η εμμονή του με ανατολίτικες θρησκείες, δόγματα και αιρέσεις δεν ήταν, απλώς, οι αναζητήσεις και οι παραξενιές μιας ιδιοφυΐας με ασκητικό τρόπο ζωής. Κάθε επιλογή του είχε άμεση και καταστροφική επίδραση στις ζωές των οικείων του. Οπως προκύπτει, φυσικά, από τις μαρτυρίες της κόρης του η οποία, χωρίς μένος αλλά με βουδιστική νηφαλιότητα, περιγράφει τις πιο ακραίες πτυχές της οικογενειακής τους ζωής. Και διαπιστώνει: «Αυτά που οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν αλλόκοτα, για μας ήταν συνηθισμένα».
Ενα μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στη μητέρα της Κλερ Ντάγκλας, την οποία ο Σάλιντζερ παντρεύτηκε στα 36 του, όταν εκείνη ήταν μαθήτρια, σχεδόν παιδί. «Ολος ο κόσμος ήταν ο πατέρας σου -κάθε τι που έλεγε, έγραφε ή σκεφτόταν. Διάβαζα ό,τι μου έλεγε να διαβάσω, έβλεπα τον κόσμο μέσα από τα μάτια του, ζούσα τη ζωή μου σαν να με παρακολουθούσε» έλεγε στην κόρη της.
Γνωρίστηκαν στο σπίτι του αρθογράφου του «New Yorker» και συγγραφέα Φράνσις Στιγκμίλερ, όταν η Κλερ ήταν δεκαέξι ετών. Η νεαρή γυναίκα δεν μπορούσε να φανταστεί τη συνέχεια αυτής της σχέσης. Οταν παντρεύτηκαν και μετακόμισαν στην ερημιά του Κόρνις, της απαγόρευσε να βλέπει τους φίλους και την οικογένειά της. Από τις αφηγήσεις της, όπως μεταφέρονται στο βιβλίο, προκύπτει ότι ο Σάλιντζερ φοβόταν το γυναικείο σώμα και όταν η Κλερ έμεινε έγκυος -σχεδόν τυχαία, σε μια από τις σπάνιες φορές που έκαναν σεξ- δεν δίστασε να της επισημάνει πόσο απεχθές έμοιαζε το αλλαγμένο σώμα της.
Κατά το ήμισυ Εβραίος, χωρίς όμως βαθιά εβραϊκή συνείδηση, βίωσε την έξαρση του αντισημιτισμού της εποχής του μέχρι να βυθιστεί στη δίνη των θρησκειών, των γιόγκι, της ομοιοπαθητικής. Η Μάργκαρετ Σάλιντζερ γράφει ότι ο πατέρας της απεχθανόταν το γάμο και ότι οι γονείς της δεν επρόκειτο να παντρευτούν αν ο Σάλιντζερ δεν είχε ακολουθήσει τις διδαχές τού γιόγκι Λαχίρι Μαχασάγια, που υποστήριζε ότι μόνο αν κάποιος ακολουθούσε το μονοπάτι της οικογένειας και των παιδιών υπήρχε η πιθανότητα να δεχτεί τη θεία φώτιση. Η πιο σκανδαλώδης επιρροή που δέχτηκε ο Σάλιντζερ, από τα δογμάτα που ασπαζόταν κατά καιρούς, ήταν να πιει, κάποτε, το ίδιο του το κάτουρο.
Σε αυτές τις συνθήκες, η Κλερ Ντάγκλας δεν άργησε να φτάσει στην απελπισία. Η ίδια έχει εκμυστηρευτεί στην κόρη της ότι όταν ήταν 13 μηνών βρέφος, σκεφτόταν να τη σκοτώσει και μετά να αυτοκτονήσει. Κάποια στιγμή έβαλε φωτιά στο σπίτι της, αν και δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι το έκανε.
Θεία φώτιση και γραφή
Οι εμμονές του Σάλιντζερ, σύμφωνα με την κόρη του, ήταν ποικίλες. Αδυνατούσε να διαχωρίσει τη μυθοπλασία από την πραγματικότητα και αντιμετώπιζε τη συγγραφή ως όχημα για θεία φώτιση. Ελεγε «ότι η πράξη της γραφής ήταν αδιαχώριστη από ένα υψηλό αίτημα πνευματικής ανύψωσης και ότι σκόπευε να αφιερώσει τη ζωή του σ’ ένα σπουδαίο έργο, το οποίο θα αποτελούσε και τον απόλυτο σκοπό της ζωής του».
Η Μάργκαρετ Σάλιντζερ δεν αρκέστηκε στις αναμνήσεις της για να γράψει το βιβλίο. Συζήτησε ώρες ατέλειωτες με τη μητέρα της και τη μεγαλύτερη αδελφή του πατέρα της, Ντόρις. Γι’ αυτό και οι αναφορές στη ζωή του πατέρα της ξεκινούν πριν από τη δική της γέννηση. Ακόμα και σ’ ένα από τα πρώτα ραντεβού της μητέρας της με τον πατέρα της, στο κλειστοφοβικό του διαμέρισμα, όπου τα ράφια, οι τοίχοι, ακόμα και τα σεντόνια του κρεβατιού ήταν κατάμαυρα.
Δεν διατηρεί, όμως, μόνο δυσάρεστες μνήμες από τα παιδικά της χρόνια. Θυμάται την αγάπη του Σάλιντζερ στον κινηματογράφο, τις προβολές ταινιών στο σπίτι τους από την προσωπική του συλλογή σε μπομπίνες. Είχαν δει πολλές φορές μαζί τις ταινίες του Χίτσκοκ «39 σκαλοπάτια», «Η κυρία εξαφανίζεται», «Ξένος ανταποκριτής» και φιλμ των αδελφών Μαρξ.
Πολεμιστής με τα όλα του
Δεν ξεχνά επίσης την ενεργό συμμετοχή του στις μεγαλύτερες πολεμικές επιχειρήσεις του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στην Απόβαση στη Νορμανδία, στη Μάχη των Αρδενών, και τη βαριά σκιά που άφησε ο πόλεμος στη μετέπειτα ζωή του: «Δεν αμφέβαλλα ποτέ ότι ο πατέρας μου υπήρξε στρατιώτης. Οι ιστορίες που έλεγε, τα ρούχα που φορούσε, η κυρτή, σπασμένη μύτη του, “λάφυρο” της πτώσης του από τζιπ που σφυροκοπούσαν ελεύθεροι σκοπευτές, και το κουφό αυτί του από την έκρηξη όλμου κοντά στο τζιπ του μαρτυρούσαν, διαρκώς, τις πολεμικές του περιπέτειες».
Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, όπως επιβεβαιώνει η κόρη του, δεν είχε καθόλου καλή σχέση με την έκφραση συναισθημάτων. Παρ’ όλα αυτά, τον είδε μία και μοναδική φορά στη ζωή της να κλαίει. Ηταν μπροστά στην τηλεόραση και παρακολουθούσε την πομπή της κηδείας τού δολοφονημένου Τζ. Φ. Κένεντι. «Θυμάμαι ακόμα το πρόσωπό του κάτωχρο και τα δάκρυα να τρέχουν σιωπηλά, στα μάγουλά του…». *
Το κείμενο δημοσιεύτηκε, πρώτη φορά, στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (06/02/2010)