Από τον Γιώργο Καρουζάκη
H συμμετοχή της Ελλάδας στη φετινή 55η Μπιενάλε της Βενετίας με το έργο «Ιστορία μηδέν» του Στέφανου Τσιβόπουλου ανήκει, ήδη, στις συμμετοχές της εικαστικής διοργάνωσης με την καλύτερη υποδοχή στον διεθνή Τύπο. Οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εφημερίδες (The Independent, Corriere della Serra) και σημαντικά περιοδικά τέχνης από όλο τον κόσμο έχουν δημοσιεύσει φωτογραφίες και έχουν γράψει κείμενα για το ελληνικό έργο. Επιμελήτρια της φετινής μας συμμετοχής στη Μπιενάλε είναι η διευθύντρια του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, Συραγώ Τσιάρα. Η εγκατάσταση του έργου ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες και θα αποκαλυφθεί την ερχόμενη Τετάρτη στο μεγάλο preview της διοργάνωσης.
Μια μέρα πριν αναχωρήσει για τη Βενετία, ο Στέφανος Τσιβόπουλος μίλησε στο διαδικτυακό περιοδικό A place for the Arts για την φετινή παρουσία της χώρας μας στην μεγαλύτερη εικαστική διοργάνωση του κόσμου.
Η πρώτη ερώτηση που του απευθύναμε είχε σχέση με την καλή υποδοχή που έχει το έργο του, διεθνώς, τη στιγμή που δεν το έχει δει, ακόμα, κανείς. Πριν σκεφτείτε ότι μόνο η συγκυρία της οικονομικής κρίσης και η αρνητική δημοσιότητα της χώρας ευνοεί την παρουσία μας στην Μπιενάλε, ας δούμε τι λέει ο δημιουργός του έργου: «Η προβολή του στο εξωτερικό είναι μια συντονισμένη και μεθοδική προσπάθεια με αρκετή δουλειά. Από την αρχή θεωρήσαμε ότι είναι πολύ σημαντικό να προωθήσουμε, όσο γίνεται περισσότερο, το έργο με τρόπο δομημένο. Συνεπώς αναζητήσαμε ένα γραφείο δημοσίων σχέσεων του εξωτερικού με μεγάλη εμπειρία σε ανάλογες διοργανώσεις. Δεν αρκεί, βέβαια, αυτό. Είναι να σαν να σου δίνουν ένα μεγάφωνο, αλλά το θέμα είναι τι έχεις να πεις. Αν από αυτό το μεγάφωνο ακούγονται άναρθρες κραυγές, κάποια στιγμή θα το κλείσουν. Εμείς πιστεύουμε ότι το έργο έχει ένα πολύ ξεκάθαρο λόγο, ο οποίος ταυτίζεται με αυτή τη γενική αντίληψη που υπάρχει περί ελληνικής κρίσης».
Τι θα δούνε όσοι θα περάσουν φέτος την πύλη του γνώριμου ελληνικού περιπτέρου με το νεοβυζαντινό ύφος στη Βενετία; Στα πρώτα τους βήματα θα συναντήσουν μια κυκλική είσοδο και μια πόρτα που οδηγεί σε τρεις αυτόνομες διαφορετικές αίθουσες. Κάθε αίθουσα φιλοξενεί ένα από τα τρία φιλμ που δημιούργησε ο εικαστικός. Στον κεντρικό χώρο κυριαρχεί, ακόμα, μια επιβλητική ροτόντα, μια τεράστια κυκλική κατασκευή που ανυψώνεται ως την οροφή του κτιρίου, η οποία φιλοξενεί ένα αρχείο κειμένων και εικόνων με παραδείγματα εναλλακτικών οικονομικών συστημάτων και μη νομισματικών συναλλαγών. Το υλικό του αρχείου επικεντρώνεται σε ιστορικές αλλά και σύγχρονες εφαρμογές συναλλαγών που προσπερνούν τα επίσημα νομίσματα και τις συνηθισμένες διαδρομές των αγορών.
«Χρησιμοποιούμε αυτή τη συνθήκη της κρίσης που υπάρχει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό για να μιλήσουμε για τη σχέση των ανθρώπων με αυτό που ονομάζεται χρηματοπιστωτικό σύστημα», λέει ο Στέφανος Τσιβόπουλος. Και εξηγεί: «Μας ενδιαφέρουν, γενικότερα, οι εναλλακτικοί τρόποι συναλλαγής και ανταλλαγής υπηρεσιών και αγαθών, επειδή θεωρούμε ότι, αυτή τη στιγμή, όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι τελείως κατακερματισμένο. Μοιάζει με τον ασθενή που του δίνεις αναπνοές για να τον κρατάς στη ζωή. Δεν λειτουργεί, σίγουρα, αυτό το σύστημα προς όφελος των ανθρώπων, απλώς εξυπηρετεί κάποια τραπεζικά συμφέροντα. Για αυτό πιστεύω ότι πρέπει να υπάρξει μια νέα προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο συναλλασσόμαστε, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και γενικότερα ως κοινωνία».
Οι επισκέπτες που θα βρεθούν μπροστά από την εγκατάσταση με το αρχείο θα παρατηρήσουν υλικό από διάφορες κοινότητες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό που χρησιμοποιούν εναλλακτικούς τρόπους συναλλαγών. «Είναι πολύ καλά δομημένες αυτές οι κοινότητες. Κάποιοι τυπώνουν δικά τους νομίσματα, κάποιοι κουπόνια. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, υπάρχει ένας χώρος που δανείζει εργαλεία για την καλλιέργεια της γης. Αυτές οι κοινότητες δημιουργούν μια νέα συνθήκη. Ενισχύουν το αίσθημα της αυτονομίας, της ανεξαρτησίας το οποίο έρχεται, συχνά, σε σύγκρουση με τις ισχύουσες αντιλήψεις για τις συναλλαγές», προσθέτει ο καλλιτέχνης.
To έργο «Ιστορία μηδέν» ολοκληρώνεται με τα τρία φιλμ μυθοπλασίας που κινηματογραφήθηκαν στην Αθήνα και είναι εμπνευσμένα από πραγματικούς χαρακτήρες και συμβάντα.
Στο πρώτο φιλμ καταγράφεται η καθημερινότητα ενός Αφρικανού μετανάστη (Στέφανος Μουαγκιέ) που μαζεύει παλιοσίδερα και τα πουλάει για να ζήσει. «Στην Ελλάδα υπάρχει αυτό το φαινόμενο επιβίωσης των μεταναστών από την πώληση παλιοσίδερων, το οποίο δεν είναι διαδεδομένο στον υπόλοιπο κόσμο», παρατηρεί ο Στέφανος Τσιβόπουλος. «Τα παλιοσίδερα έχουν μηδενική αξία, είναι σκουπίδια, στα οποία ο μετανάστης προσδίδει με την εργασία του μια νέα αξία. Επαναφέρει την αξία σε ένα αντικείμενο που έχει εκπέσει οικονομικά και που, ενδεχομένως, όταν πρωτοφτιάχτηκε είχε μια άλλη, υπερπολλαπλάσια οικονομική αξία».
Η δεύτερη ιστορία επικεντρώνεται σε έναν Γερμανό καλλιτέχνη (Άρης Σερβετάλης) ο οποίος έρχεται στην Αθήνα για να παρουσιάσει τη νέα του έκθεση. Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτεται την πόλη. Έχει τη μανία να τραβά συνεχώς φωτογραφίες. Είναι συλλέκτης εικόνων τις οποίες «ανεβάζει» στο Facebοοκ και τις βλέπουν οι φίλοι του σε όλο τον κόσμο. «Κλέβει την πραγματικότητα, την καταγράφει φωτογραφικά γιατί, διαφορετικά, του διαφεύγει και δυσκολεύεται να την κατανοήσει. Με ενδιαφέρει αυτή η υπεραξία που αποκτούν οι φωτογραφίες του αλλά και η οπτική γωνία που βλέπει ο καθένας την κρίση. Αυτό προσπαθώ να εξερευνήσω», συμπληρώνει ο εικαστικός.
Στο τρίτο φιλμ συναντάμε μια συλλέκτρια έργων τέχνης (Ράνια Οικονομίδου) που πάσχει από άνοια και ζει σε ένα σπίτι-μουσείο περιστοιχισμένη από πανάκριβα έργα σύγχρονης τέχνης. Κατά καιρούς φτιάχνει κάποια αλλόκοτα λουλούδια οριγκάμι με υλικό τα χαρτονομίσματα του ευρώ. «Το σπίτι της είναι γεμάτο με πανάκριβα έργα σύγχρονης τέχνης, τα οποία η ίδια αρχίζει σιγά-σιγά να απομυθοποιεί και να τους προσδίδει μια εντελώς προσωπική και συναισθηματική σημασία που δεν έχει καμία σχέση με τη θέση τους στο χρηματιστήριο της τέχνης. «Ήθελα να δω πώς ένα μυαλό που αλλάζει από μια ασθένεια ή κάποια άλλη αιτία αποδομεί και πλησιάζει διαφορετικά τις βασικές στερεοτυπικές έννοιες της κοινωνίας» σχολιάζει ο καλλιτέχνης.
Αν και τα τρία φιλμ προβάλλονται ξεχωριστά και μοιάζουν αυτόνομα είναι εκεί για να ενισχύσουν το διάλογο με το αρχειακό υλικό που παρουσιάζεται στο χώρο. Ο Στέφανος Τσιβόπουλος δείχνει να αντιμετωπίζει την πολυεπίπεδη κρίση και ως μια ευκαιρία για να επαναπροσδιορίσουμε διαφορετικά το μέλλον. Η «Ιστορία μηδέν» μοιάζει με μια αλληγορική προσέγγιση της σχέσης μας με το χρήμα, με έναυσμα για την εδραίωση νέων διαφορετικών και ίσως πιο στέρεων αντιλήψεων και αξιών, παρά με ένα δυστοπικό σενάριο για την κρίση. Λίγο πριν τον αποχαιρετήσουμε, τον ακούμε να ξεκαθαρίζει : «Δεν έκανα ένα φολκλορικό, ελληνοποιημένο έργο για την κρίση. Όποιος ψάχνει να βρει στο έργο απαντήσεις για την κρίση, δεν θα τις βρει, πάντως, στο Ελληνικό Περίπτερο».
O Στέφανος Τσιβόπουλος γεννήθηκε στην Πράγα το 1973. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και στη Gerrit Rietveld Academie και στη Rijksakademie van beeldende kunsten στο Άμστερνταμ. Επιλογή ατομικών εκθέσεων: ISCP, Νέα Υόρκη (2011); Heidelberg Kunstverrein (2010); Smart Project Space, Άμστερνταμ (2010); and Art Forum, Βερολίνο (2009). Στις ομαδικές εκθέσεις συμπεριλαμβάνονται: Manifesta 8, Murcia (2010); Witte de With, Ρότερνταμ (2010); BFI Southbank, Λονδίνο (2009); ev+a, Limerick (2009); Μπιενάλε της Αθήνας (2007); and Μπιενάλε της Θεσσαλονίκης (2007). Ο καλλιτέχνης εκπροσωπείται από τις Γκαλερί Καλφαγιάν Αθήνα – Θεσσαλονίκη και την Prometeogallery di Ida Pisani στο Μιλάνο.