«Για να γίνει χρώμα η μπογιά κάτι το μεταφυσικό συμβαίνει»
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΟΥΖΑΚΗ
Ο Χρόνης Μπότσογλου ανήκει στους κορυφαίους Έλληνες ζωγράφους της μεταπολεμικής τέχνης. Επί δεκαετίες παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του, ιδιαιτέρως τους ανθρώπους, και ζωγράφιζε αδιάκοπα. Η ανθρώπινη μορφή, το γυμνό σώμα, αποτέλεσαν κυρίαρχα πεδία των καλλιτεχνικών του αναζητήσεων. Η ζωγραφική του, βιωματική, υπαρξιακή, αγγίζει τις ρωγμές της ανθρώπινης φύσης, ιχνηλατεί τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, αποκαλύπτει τη θραυσματική φύση της μνήμης, ενώ δεν αγνοεί τη σχέση του καλλιτεχνικού έργου με το παρελθόν και την ιστορία της τέχνης.
Ο Χρόνης Μπότσογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1941. Σπούδασε ζωγραφική στην ΑΣΚΤ και στην École des Beaux-Arts του Παρισιού. Το 1989 εκλέχτηκε καθηγητής στην ΑΣΚΤ, στην οποία διετέλεσε αντιπρύτανης και πρύτανης από το 2001 έως και το 2006. Πέθανε προχθές σε ηλικία 81 ετών. Με αυτή τη δυσάρεστη ευκαιρία, αναδημοσιεύουμε την παλαιότερη συνομιλία που είχαμε κάνει, τον Ιανουάριο του 2010, για την εφημερίδα “Ελευθεροτυπία”. Τότε, στις 28 Ιανουαρίου 2010, είχε εγκαινιαστεί στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης μία μεγάλη αναδρομική έκθεση του δημιουργού με 170 έργα: ζωγραφική, σχέδια, γλυπτική, κατασκευές, χαρακτικά, ψηφιακές εικόνες και εικονογραφήσεις.
Οι επισκέπτες της έκθεσης είχαν δει τα σημαντικότερα έργα από τις βασικές ενότητες της πορείας του: «Η εικόνα του σώματος» (1979-1992), «Λιοτριβιά» (1978-1986), «Σελίδες Ημερολογίου» (1980-1990), την πολύπτυχη μνημειακή εγκατάσταση «Νέκυια» (1993-2000) και την τελευταία, τότε, σημαντική ενότητα του καλλιτέχνη με τίτλο «Αναφορές» (2002-2009), δηλαδή μια σειρά φανταστικών πορτρέτων πέντε καλλιτεχνών, του Φ. Μ. Μπέικον, του Β. Βαν Γκογκ, του Α. Τζιακομέτι, του Γ. Μπουζιάνη και του Γ. Χαλεπά, που επέδρασαν καταλυτικά στη ζωγραφική του.
Η δημοσιογραφική συνομιλία που ακολουθεί, με κάποιες αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα της εποχής που έγινε η κουβέντα, δεν αποκαλύπτει σαφώς το εύρος της καλλιτεχνικής προσφοράς του Χρόνη Μπότσογλου. Μάς δίνει όμως, πιστεύουμε, την ευκαιρία να πλησιάσουμε ορισμένες σκέψεις ενός σημαντικού δημιουργού που επιχείρησε με σθένος και επιμονή να συνθέσει το δικό του ζωγραφικό του ιδίωμα, και να βοηθήσει, όσο ήταν δυνατόν, την ισχυροποίηση των καλλιτεχνικών θεσμών της χώρας.
Είναι η μεγαλύτερη έκθεση έργων σας που έχει γίνει μέχρι σήμερα;
«Τα έργα που έχω κάνει στη ζωή μου είναι πολύ περισσότερα. Θα χρειάζονταν άλλες πέντε εκθέσεις όπως αυτή για να τα δείξω. Με την ευκαιρία, πάντως, της έκθεσης βρήκα και κάποια που είχα πουλήσει το 1960, ορισμένα που οι κάτοχοί τους αρνήθηκαν να μου τα δώσουν… Θα δείτε κυρίως τις θεματικές ενότητες που με απασχόλησαν μέσα στα χρόνια. Δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω αφηρημένη, ανεικονική τέχνη. Δούλεψα αρκετά με το μοντέλο, τη φωτογραφία και ακόμα περισσότερο από μνήμης. Μ’ ενδιέφερε να δω πώς θυμόμαστε τα πράγματα. Η “Νέκυια”, για παράδειγμα, είναι ένα ενιαίο έργο που αφορά τη λειτουργία της μνήμης. Ζωγράφισα από μνήμης πρόσωπα που τα ήξερα και δεν ζούσαν».
Δεν απομακρυνθήκατε ποτέ από την ανθρωποκεντρική θεματολογία.
«Ναι, πιο πολύ ανθρώπους ζωγράφισα. Εχω καταγράψει σχεδόν όλους τους φίλους μου, όχι μόνο σε χρώμα αλλά και σε σχέδια. Εχω κρατήσει περίπου 2.000 σχέδια προσώπων που έκανα σε μπλοκάκια στις ταβέρνες. Οποιος ήταν απέναντί μου τον ζωγράφιζα. Ηταν οι εποχές που είχα κόψει το τσιγάρο και ήθελα να απασχολώ τα χέρια μου. Τρόπον τινά είναι ένα ημερολόγιο εικαστικό. Δεν ζωγράφισα ποτέ φανταστικούς τόπους. Ο Κόντογλου, για παράδειγμα, περιγράφει μοναστήρια και τόπους, που δεν υπήρχαν, τους επινόησε και τους φαντάστηκε. Δεν υπάρχει, βέβαια, ζωγραφική με κάποιο ενδιαφέρον χωρίς εικαστική φαντασία. Δείτε τη ζωγραφική του Παπαλουκά. Εκανε μεν τόπους που υπήρχαν και τους έβλεπε, δεν τους αναπαριστούσε, όμως, πιστά. Κι εγώ όταν ζωγραφίζω ένα μοντέλο δεν θέλω να στέκεται ακίνητο απέναντί μου. Μ’ ενδιαφέρει η αίσθηση και η παρουσία του προσώπου στο χώρο. Το ακίνητο μοντέλο μοιάζει σαν να φορά μια μάσκα και να κρύβεται. Αυτή η ζωντανή σχέση που δημιουργείται μεταξύ ζωγράφου και μοντέλου, αν δουλευτεί σωστά, περιγράφεται και στον καμβά».
Είστε από τους ζωγράφους που δεν περιοριστήκατε στον κλειστό ελληνικό χώρο. Ταξιδέψατε, ζήσατε στο Παρίσι, παρακολουθήσατε από κοντά την εξέλιξη διαφόρων κινημάτων. Ηταν ωραία τα χρόνια του Παρισιού;
«Εφτασα στο Παρίσι το 1970 όταν τέλειωνε ο Μάης του ’68. Ηταν εκεί κι όλοι οι Ελληνες που είχαν φύγει από τη χούντα. Το ελληνικό σπίτι στο Παρίσι ήταν ακόμα υπό κατάληψη. Από εκεί και μετά υπήρχαν οι παρέες, η επανάσταση που γινόταν στα καφενεία… Το μεγάλο κέρδος ήταν η επαφή μου με τα μουσεία και τις μεγάλες εκθέσεις. Τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον εκεί την είδα πρώτη φορά σε μια μεγάλη έκθεση στο Γκραν Παλέ: το μισό είχε έργα του Λεζέ και το άλλο μισό του Μπέικον. Οταν είσαι νέος, όλα είναι ωραία. Ακόμα και μέσα στη δικτατορία. Τώρα, έτσι κι αλλιώς, ηλικιακά δεν χωράς στην εποχή. Το κακό είναι ότι ακόμα θέλουμε να κάνουμε κουμάντο. Μιλάω για μας τους γέρους».
Δεν σας γοήτευσε ποτέ η αφηρημένη τέχνη;
«Οχι. Δεν ξέρω γιατί. Και ο Λούσιαν Φρόιντ ζωγραφική κάνει. Ο Φράνσις Μπέικον, ο Σουτίν κι ο Τζιακομέτι, πριν κάνει γλυπτική, όλοι ζωγράφιζαν. Αναφέρομαι σε ανθρώπους που είχαν μεγάλη επίδραση σε μένα».
Δεν ολοκλήρωσε τον κύκλο της η ζωγραφική, όπως προέβλεπαν κάποιοι πριν από μερικά χρόνια.
«Δεν κατάλαβα ποτέ αυτή την άποψη. Κάποτε έλεγαν ότι το σινεμά θα εξαφανίσει το θέατρο. Δεν βγαίνει ένα είδος για να αναιρέσει κάποιο άλλο. Απλώς προσθέτει μια καινούργια εμπειρία. Και η τεχνολογία, τώρα, δεν μας αλλάζει συνολικά, προσθέτει απλώς μια καινούργια εμπειρία. Εκτός κι αν αρχίσουμε και κάνουμε άλλου είδους γονιδιακές παρεμβάσεις…»
Τι σας οδήγησε στη ζωγραφική; Οι γονείς σας αγαπούσαν την τέχνη;
«Ο πατέρας μου αγαπούσε τα γράμματα, δεν έμαθε πολλά ο άνθρωπος, μέχρι την έκτη Γυμνασίου πήγε και η μητέρα μου μέχρι τη δευτέρα Δημοτικού. Είχαμε όμως βιβλιοθήκη στο σπίτι και φρόντισαν να σπουδάσουν όλα τους τα παιδιά. Η μητέρα μου, ορφανό κοριτσάκι, έφτασε με τα πόδια στην Ελλάδα το 1922 από τη Βύζα της Ανατολικής Θράκης. Και ο πατέρας μου καταγόταν από τη Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης. Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Οταν κατάλαβαν ότι μου άρεσε η ζωγραφική, άρχισαν να με πηγαίνουν στις λίγες εκθέσεις που γίνονταν στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη. Είχα λάβει μέρος και σε μια έκθεση όταν ήμουν 12 χρόνων. Από το Δημοτικό είχα αποφασίσει ότι θα γίνω ζωγράφος, αυτή ήταν η δουλειά μου. Δεν είχα ποτέ πρόβλημα επαγγέλματος και οι γονείς μου, παρ’ όλο που δεν είχαμε χρήματα, το αποδέχτηκαν. Ο πατέρας μου δούλευε κάποια στιγμή στους σιδηροδρόμους, η μητέρα μου έμαθε κέντημα και ράψιμο. Θεωρώ τον πατέρα μου από τους σπάνιους ανθρώπους, σώφρονα και πολύ φιλοσοφημένο. Τα δώρα του ήταν πάντοτε βιβλία».
Τι θαυμάζετε σ’ έναν ομότεχνό σας;
«Μια ζωγραφιά είναι το τι λέει και πώς το λέει. Υπάρχουν ζωγράφοι που είναι εύκολο να τους διαβάσεις και να καταλάβεις τι κάνουν και άλλοι που δυσκολεύεσαι. Ο Ντα Βίντσι είναι πολύ κλειστός, ερμητικός ζωγράφος. Ο Βαν Γκογκ είναι ακόμα πιο κλειστός. Φαινομενικά στους πίνακές του είναι όλα ανοιχτά, αλλά τελικά δεν μπορείς να κατανοήσεις πώς βγαίνει η ένταση της ζωγραφικής του. Παρατηρώντας τα κίτρινα χρυσάνθεμά του αναρωτιέσαι από πού βγαίνει αυτό το φως. Ξέρεις ότι είναι το τάδε κίτρινο. Βάλε κι εσύ όμως το ίδιο κίτρινο στον καμβά και θα δεις ότι δεν βγαίνει με τίποτε. Αυτή είναι και η χημεία που λέμε. Πάνω στην παλέτα το χρώμα είναι μπογιά. Μέχρι να φτάσει στο μουσαμά και να γίνει χρώμα, σ’ αυτή τη διαδρομή, γίνεται μια περίεργη μετάλλαξη. Ολη αυτή η απίστευτη μεταφυσική του Ρόθκο για παράδειγμα, πιο μεταφυσική κι από εκείνη του Μάλεβιτς, είναι κρυμμένη στη βαφή του καμβά. Αυτά τα ερωτήματα είναι και το περιεχόμενο της ζωγραφικής. Ολες οι τέχνες, άλλωστε, ερωτήματα βάζουν».
Η Μυτιλήνη παραμένει ο αγαπημένος τόπος των διακοπών σας;
«Ηταν ο πρώτος τόπος που πήγα καλοκαιρινές διακοπές με τη γυναίκα μου όταν τέλειωσα το στρατό. Τον τελευταίο καιρό, μάλιστα, άρχισα να ζωγραφίζω και μια σειρά τοπίων του νησιού. Ημουν άνθρωπος της πόλης, δεν είχα καμία σχέση με το χώρο της υπαίθρου και την απέκτησα εκεί. Με τρόμαζε πάρα πολύ η φύση και η ηρεμία της, έβλεπα ένα ζουζουνάκι, μια σαύρα και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τώρα πια δεν με τρομάζει η φύση, θα έλεγα ότι την αγαπώ». *
«Το ΚΚΕ μανιπουλάρει τα πανεπιστήμια»
Υπήρξατε δάσκαλος στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά και πρύτανης. Ηταν ενδιαφέρουσες αυτές οι εμπειρίες;
«Αποφάσισα να πάω στη Σχολή την εποχή που τα παιδιά μου έπρεπε να σπουδάσουν και είχα ανάγκη τα χρήματα. Διαφορετικά θα έπρεπε να καλλιεργήσω μια “κοσμικότητα”, που δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα μου. Να τρέχω να γνωρίσω τον τάδε, να μιλήσω στον δείνα για να πουληθούν τα έργα μου. Γι’ αυτό έγινα καθηγητής, για να μην εξαρτώμαι πολύ από τέτοιου είδους σχέσεις. Ξέρετε τι σημαίνει να έχεις δύο μωρά παιδιά, να χρωστάς δύο ενοίκια, να έρχονται Χριστούγεννα και να μην έχεις δεκάρα; Θυμάμαι κάποια στιγμή που ήρθε ο συλλέκτης Λουκάς Λουκάκης και αγόρασε ένα μικρό ντοσιέ δικό μου με ακουαρέλες. Πήρα ένα ποσόν, γύρω στα τρεις χιλιάδες ευρώ σημερινά χρήματα. Ηταν η καλύτερη πώληση που είχα κάνει. Ξόφλησα τα νοίκια και κάναμε και γιορτές».
Εδώ και πολλά χρόνια, η ΑΣΚΤ βρίσκεται διαρκώς σε αναταραχή. Δίνει την αίσθηση ενός προβληματικού ιδρύματος. Τι συμβαίνει;
«Ολες οι σχολές έχουν προβλήματα. Πρέπει να προσδιορίζουν συνεχώς το εκπαιδευτικό τους στίγμα. Η σχολή θα πρέπει ν’αποκτήσει και άλλα τμήματα. Δεν μπορείς να βγάζεις μόνο ζωγράφους ή καθηγητές. Γιατί να μην αποφοιτούν και γραφίστες ή να μην υπάρχουν τμήματα και για τις νέες τεχνολογίες;».
Γι’ αυτές τις αγκυλώσεις ευθύνεται μόνο η Πολιτεία ή και οι καθηγητές;
«Αρκετά προβλήματα δημιουργούνταν και από μέσα. Εκείνοι που δεν θέλανε τότε τα καινούργια τμήματα ήταν οι καθηγητές που φαινομενικά ήταν και οι πιο προοδευτικοί. Ο Κεσσανλής, για παράδειγμα, δεν τα ήθελε, η Ρένα Παπασπύρου δεν τα ήθελε. Αναφέρομαι σε πολύ καλούς καλλιτέχνες. Για παράδειγμα, ο Λάπας δεν σου μαθαίνει να στήνεις ένα άγαλμα, αλλά είναι ένας σπουδαίος γλύπτης. Ο Χουλιαράς μπορεί να σου πει τι σημαίνει “σχέση γλυπτού – αρχιτεκτονήματος”, αυτό κάνει σε όλη του τη ζωή. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν και οι δύο. Δεν κατάλαβα ποτέ αυτές τις αγκυλώσεις…».
Δεν είναι μόνο η ΑΣΚΤ προβληματική, αλλά και τα περισσότερα μουσεία και οι θεσμοί γύρω από την τέχνη.
«Θεωρώ γενικότερα την ελληνική κοινωνία πάρα πολύ συντηρητική. Φοβάται να δοκιμάσει οποιαδήποτε αλλαγή. Δεν είναι τυχαίο το ότι το ΚΚΕ μανιπουλάρει ουσιαστικά όλο τον πανεπιστημιακό χώρο. Λέει όχι στην αξιολόγηση. Δηλαδή, να κάνει ό,τι θέλει ο καθένας και να μην κρίνεται ποτέ; Πώς θα γίνεις ανταγωνιστικός αν δεν εντοπίσεις τα λάθη σου; Η κατάσταση, επίσης, με τη στέγαση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης είναι γελοία. Η Αννα Καφέτση έχει κάνει τα πάντα, αλλά το κτίριο δεν προχωράει. Για να δούμε τι θα γίνει τώρα. Την ξέρω αυτή την ιστορία από την αρχή. Με είχε φωνάξει ο Σταύρος Μπένος και μου ζήτησε να κάνω μια πρόταση για τα εικαστικά. Συστάθηκε μια τεράστια επιτροπή 20 ατόμων και εξετάσαμε τα θέματα των μουσείων, αν για παράδειγμα το Κρατικό Μουσείο Θεσσαλονίκης θα συγχωνευτεί με το Μακεδονικό και πολλά άλλα. Ανάμεσα στις προτάσεις της Επιτροπής ήταν και η αγορά της συλλογής Κωστάκη, που θα προίκιζε το εδώ Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Με το που ανέλαβε υπουργός Πολιτισμού ο Βενιζέλος η συλλογή πήγε, αμέσως, στη Θεσσαλονίκη. Τώρα το ΕΜΣΤ αγοράζει κάποια έργα, δωρίζουμε κι εμείς κάποια, αλλά στην ουσία δεν έχει μεγάλη συλλογή. Αυτά κάνει η Πολιτεία: ρουσφέτια και δεκάδες πολιτιστικές εκδηλώσεις κατωτάτου επιπέδου στην επαρχία. Δεν σκέφτεται καθόλου τις υποδομές. Από αυτή τη χώρα λείπουν δυστυχώς οι θεσμοί».
Η εικονογράφηση της συνέντευξης προέρχεται από φωτογραφίες που συνοδεύουν τον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης του ζωγράφου που φιλοξενήθηκε το 2010 στο ΕΜΣΤ σε επιμέλεια της Τίνας Πανδή.