Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Φωτογραφίες Julien Bourgeois, New York Times
Ο Εντουάρ Λουί, ο 28χρονος Γάλλος συγγραφέας με τον οποίο συζητάω το τελευταίο Σάββατο του Αυγούστου σε ένα από τα πολύβουα εστιατόρια στο λιμάνι της Αίγινας, είναι το νέο «τρομερό παιδί» της γαλλικής λογοτεχνίας. Η έκδοση του πρώτου βιβλίου του, «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», αναστάτωσε πριν από λίγα χρόνια τη Γαλλία και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις στην πιο κομφορμιστική πτέρυγα της παρισινής διανόησης. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες (και στην ελληνική από τις εκδόσεις Αντίποδες), ενώ αυτή την εποχή προετοιμάζεται στο Λος Άντζελες η μεταφορά του στην τηλεόραση, με μια σειρά επεισοδίων που θα φιλοξενηθούν σε μεγάλο καλωδιακό κανάλι της Αμερικής.
Ο Εντουάρ Λουί περνά τις καλοκαιρινές του διακοπές στο νησί του Αργοσαρωνικού και την Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου, στις οκτώ το βράδυ, θα βρίσκεται στο Public Café της πλατείας Συντάγματος, με αφορμή την έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του «Ιστορία της βίας». Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται στη χώρα μας. Έχει φίλους εδώ, η Ελλάδα της κρίσης δεν τον άφησε καθόλου αδιάφορο.
Επιστροφή στο πρώτο αυτοβιογραφικό του πόνημα (το δημοσίευσε μόλις στα 21 του χρόνια). Εκεί, ο συγγραφέας αποκαλύπτει, με γλώσσα ωμή και διάθεση ανηλεή, την προσωπική του ιστορία: τα βίαια παιδικά του χρόνια σε ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας, στην περιοχή της Πικαρδίας, όπου ο ρατσισμός, η ομοφοβία, η βία μέσα και έξω από το σπίτι συναντούν την εξαθλίωση και τη φτώχεια όσων ανήκουν στα πλέον περιφρονημένα στρώματα της γαλλικής εργατικής τάξης. Οι άνθρωποί της προσπαθούν να επιβιώσουν με κακοπληρωμένες δουλειές στα εναπομείναντα εργοστάσια της περιοχής, έχοντας, οι περισσότεροι από αυτούς, εναποθέσει τις ελπίδες για τη σωτηρία τους στις υποσχέσεις και στη διχαστική ρητορική του ακροδεξιού κόμματος της Μαρίν Λε Πεν.
«Πώς η λογοτεχνία έσωσε τη ζωή μου»
«Για κάποιους περίπλοκους λόγους, στα όρια του θαύματος, κατάφερα να ξεφύγω από αυτό το περιβάλλον», λέει κατά τη συζήτησή μας ο Εντουάρ Λουί. «Ήμουν ο πρώτος από την οικογένειά μου και από το ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον που ακολούθησα πανεπιστημιακές σπουδές. Όταν έφτασα στο Παρίσι για να σπουδάσω Φιλοσοφία, διαπίστωσα ότι όλη αυτή η δυστυχία, η φτώχεια, η κοινωνική βία που είχα ζήσει ως παιδί και ως έφηβος ήταν αόρατες στη γαλλική πρωτεύουσα. Άνθρωποι όπως η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήταν ανύπαρκτοι, δεν υπήρχαν στο πεδίο και στις συζητήσεις εκείνων με τους οποίους άρχισα να συναναστρέφομαι στην École Normale».
Αυτή η διαπίστωση ήταν ένας από τους λόγους που τον έστρεψαν με ορμή στη συγγραφή και στη λογοτεχνία. «Άρχισα να γράφω για να εκφράσω τον θυμό μου. Η γραφή ήταν για μένα μια πράξη εκδίκησης· ήθελα να επιτεθώ στην κυρίαρχη λογοτεχνία, που αγνοεί τους αποκλεισμένους».
Στη δίνη της δημοσιότητας
Η έκδοση του πρώτου βιβλίου παρέσυρε τη ζωή του σε μια δίνη πρωτόγνωρη. Η δημοσιότητα που ακολούθησε ήταν τεράστια και όχι πάντοτε η επιθυμητή. Οι μεγαλύτερες εφημερίδες, τα περιοδικά και οι εγκυρότεροι κριτικοί της χώρας άρχισαν να το υποδέχονται θετικά. Η ειλικρίνεια και το θάρρος του νεαρού συγγραφέα να περιγράψει τις ομοφοβικές επιθέσεις που δεχόταν ως νεαρός ομοφυλόφιλος στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι, ο απροσποίητος, ωμός τρόπος με τον οποίο επέλεξε να μιλήσει για τις προκαταλήψεις, τη φτώχεια και τη ζωή των ανθρώπων της γαλλικής επαρχίας ξύπνησαν και τις ορέξεις των ταμπλόιντ. Το κυνήγι της οικογένειάς του από δημοσιογράφους κάθε είδους για δηλώσεις, εξηγήσεις και πιπεράτο υλικό έγινε καθημερινότητα.
Δεν ήταν καθόλου εύκολο για εκείνον, όπως εξομολογείται σήμερα, να γράψει αυτή την ιστορία. Οι αμφιβολίες και η αγωνία τον είχαν κυριεύσει για καιρό. «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ πολλά βράδια, είχα βγάλει έκζεμα από το άγχος, ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη περίοδος της ζωής μου», θυμάται. «Όλα τα βιβλία που έχω γράψει είναι, όμως, αυτοβιογραφικά. Θεωρώ ότι η αυτοβιογραφική λογοτεχνία μπορεί να ανανεωθεί και να βοηθήσει τους αναγνώστες να καταλάβουν πραγματικά τους άλλους, να νιώσουν στο σώμα τους τη δυστυχία ή τον πόνο του άλλου».
«Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου»
Το ίδιο σκληρά και εξομολογητικά είναι και τα δύο αυτοβιογραφικά βιβλία που ακολούθησαν: Η «Ιστορία της βίας» περιγράφει πολύ έντονα την απόπειρα δολοφονίας και τον βιασμό του από έναν Αλγερινό μετανάστη στο Παρίσι. Στο τρίτο βιβλίο του, «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», επικεντρώνεται με σπαρακτικό τρόπο στη σχέση που είχε με τον πατέρα του, ο οποίος, ανήμπορος λόγω προβλημάτων υγείας, ζει μια δύσκολη ζωή κλεισμένος στο σπίτι. Σε αυτό το βιβλίο κατηγορεί, μάλιστα, ονομαστικά μια πλειάδα Γάλλων προέδρων και πολιτικών που κατέστρεψαν, όπως γράφει χαρακτηριστικά, με τις αποφάσεις τους το σώμα του πατέρα του και τη ζωή των ανθρώπων της περιοχής όπου μεγάλωσε.
Η έντονη παρουσία βίαιων περιστατικών στα βιβλία του, η σεξουαλική, η κοινωνική και η πολιτική βία που παρουσιάζει υπάρχουν, όπως εξηγεί, για να μπορέσει να κατανοήσει και να προσδιορίσει κάποιος τα όρια και την καταστροφική επίδραση της βίας στη ζωή των ανθρώπων. «Πολλοί θεωρούν φυσιολογικό το γεγονός ότι δεν έχουν να φάνε ή ότι ζουν μέσα στη δυστυχία, επειδή αυτή ήταν πάντοτε η κατάστασή τους, τόσο εκείνων όσο και των γύρω τους. Γράφω, λοιπόν, για να πω σε όλους ότι αυτά που ζουν δεν είναι φυσιολογικά. Είναι βία».
Στην κόλαση της οικογένειας
Ο Εντουάρ Λουί έφυγε, πάντως, για τη γαλλική πρωτεύουσα με τη βεβαιότητα ότι ήταν αποτυχημένος. «Ένιωθα ότι είχα αποτύχει. Προσπάθησα πολύ να γίνω σκληρός όπως τα άλλα αγόρια, ένας αρρενωπός ετεροφυλόφιλος, να παίζω ποδόσφαιρο, όπως ονειρευόταν ο πατέρας μου. Απέτυχα σε όλα. Αργότερα κατάλαβα ότι η φυγή μου ήταν μια πράξη απελευθέρωσης».
Η μεγάλη δημοσιότητα επηρέασε και τις οικογενειακές του σχέσεις. Η μητέρα του εξέφρασε ευθέως τα παράπονα στον γιο της. «Τα πρώτα λόγια της μητέρας μου ήταν: “Γιατί λες ότι είμαστε φτωχοί;”. Δεν ήθελε να λέω ότι είμαστε φτωχοί, επειδή οι εξουσίες σε κάνουν να νιώθεις υπεύθυνος για τη φτώχεια σου, ότι είσαι ένοχος που είσαι φτωχός, που δεν έχεις καλή δουλειά ή δεν έχεις σπουδάσει. Εξαιτίας αυτής της αντίληψης, οι άνθρωποι ντρέπονται να λένε ότι είναι φτωχοί».
Η μητέρα του, εξομολογείται ο συγγραφέας, αδυνατούσε επιπλέον να κατανοήσει γιατί ο ίδιος θεωρούσε βίαιο το περιβάλλον όπου μεγάλωσε, επειδή απλώς εκείνη δεν είχε γνωρίσει κάτι άλλο και το θεωρούσε φυσιολογικό. «Στο σχολείο με έβριζαν λέγοντάς με “βρωμοαδελφή” και στο σπίτι μού έκαναν διαρκώς παρατηρήσεις για το πώς μιλάω και το πώς περπατάω. Θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει: “Γιατί περπατάς σαν γυναίκα, γιατί μιλάς έτσι; Μας κάνεις και ντρεπόμαστε για σένα”».
Αυτός και οι αστοί (κριτικοί)
Εκτός από τη δυσαρέσκεια της μητέρας του, υπάρχει και ένα μέρος του λογοτεχνικού κόσμου που δε μοιάζει ικανοποιημένο από τη γραφή του. Του υπενθυμίζω ότι ορισμένοι Γάλλοι κριτικοί αποκαλούν τη λογοτεχνία του «ντετερμινιστική», μοιρολατρική, που αγνοεί την προσωπική βούληση και τη δύναμη του καθενός να βελτιώσει τη ζωή του, ακόμα κι αν δεν έχει χρήματα ή αστική καταγωγή. «Αυτή είναι μια κριτική που μου κάνουν οι εκπρόσωποι της γαλλικής αστικής τάξης», απαντά. Και προσθέτει: «Θεωρούν, για παράδειγμα, ότι το να σπουδάσεις είναι κάτι πολύ απλό και συνηθισμένο, η φυσική εξέλιξη του ατόμου, αλλά συγχέουν, απλώς, την αστική ελευθερία με την ανθρώπινη κατάσταση.
Εμένα δε με ενδιαφέρουν οι εξαιρέσεις· θέλω να πολεμήσω τους κανόνες που δημιουργούν αυτά τα προβλήματα. Τι σημαίνει, γι’ αυτούς που με αποκαλούν ντετερμινιστή, το γεγονός ότι ο πατέρας μου δεν μπορεί να περπατήσει και να αναπνεύσει στα 53 του, επειδή δούλευε σε άθλιες συνθήκες στα εργοστάσια; Ότι ο πατέρας μου βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας των δικών του λαθών; Χαίρομαι πολύ όταν βλέπω ανθρώπους που ξεφεύγουν από αυτές τις συνθήκες, αλλά εμένα με ενδιαφέρουν εκείνοι που αποτυγχάνουν, γι’ αυτούς θέλω να παλέψω».
«Κίτρινα γιλέκα», Αριστερά και Λε Πεν
Γι’ αυτό κατέβηκε, άλλωστε, τους προηγούμενους μήνες σε ορισμένες διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων» στο Παρίσι. Του ζητάω να μου μιλήσει γι’ αυτό το κοινωνικό ξέσπασμα, αλλά και για τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι στις τάξεις των «κίτρινων γιλέκων» έχουν βρει στέγη πολλοί ακροδεξιοί και λαϊκιστές. «Διαδήλωσα ορισμένες φορές ως γκέι άντρας με τα ‘‘κίτρινα γιλέκα’’, είμαι επίσης σε μια επιτροπή εναντίον της αστυνομικής βίας στο Παρίσι· μην ξεχνάτε ότι κάθε μήνα ένας μαύρος άντρας σκοτώνεται από την αστυνομία. Αυτά τα κινήματα πολεμούν την κοινωνική βία και τη φτώχεια. Μίλησα με αρκετούς ανθρώπους στις διαδηλώσεις, οι οποίοι μου έλεγαν ότι δεν είχαν χρήματα να πάρουν ένα δώρο στα γενέθλια των παιδιών τους ή να περάσουν τα Χριστούγεννα.
Εγώ ήμουν εκεί, για να κατανοήσω τις αιτίες που δημιουργούν τον πόνο και την απελπισία στους ανθρώπους. Ανάμεσά τους, βέβαια, μπορεί να υπάρχουν κάποιοι ρατσιστές και ομοφοβικοί. Πιστεύω όμως ότι, αν υπάρχουν κάποιοι φασίστες και ρατσιστές στην εργατική τάξη, δεν πολεμάς την εργατική τάξη, αλλά τον φασισμό και τον ρατσισμό. Γι’ αυτό είμαι θυμωμένος και με ένα μέρος της Αριστεράς που έχει εγκαταλείψει αυτές τις τάξεις, οι οποίες στην απόγνωσή τους, επειδή αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται πια από την Αριστερά, στρέφονται στην Ακροδεξιά. Στο χωριό όπου μεγάλωσα, ένα μεγάλο ποσοστό, πάνω από 50%, ψηφίζει το Εθνικό Μέτωπο της Λε Πεν».
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2019 στο περιοδικό “Κ” της εφημερίδας “Η Καθημερινή”.