Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Πριν από λίγες ημέρες, ο Έλληνας φωτογράφος Πέτρος Ευσταθιάδης τιμήθηκε στη Γαλλία με το σημαντικό Φωτογραφικό Βραβείο HSBC – απονέμεται κάθε χρόνο σε δύο επαγγελματίες φωτογράφους με εξαιρετικό ταλέντο – για τη φωτογραφική σειρά του Gold Rush. Δεν είναι η πρώτη φορά που βραβεύεται. Το 2013, η δουλειά του είχε διακριθεί με το πρώτο βραβείο φωτογραφίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Μόδας της γαλλικής πόλης Hyères, ενώ τα τελευταία χρόνια οι φωτογραφίες του φιλοξενούνται στα πιο απαιτητικά έντυπα της εποχής, στο Monocle, στο Wallpaper, στους Financial Times και στη Le Monde.
Η δύναμη του έργου είναι στενά συνδεδεμένη με τον τόπο καταγωγής του, το χωριό Λιπαρό του Νομού Πέλλας, στη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί είναι το ορμητήριό του, ο τόπος που επεξεργάζεται τις παράδοξες ιδέες του. Εκεί ζουν οι γνωστοί και οι φίλοι του που πρωταγωνιστούν στις φωτογραφικές συνθέσεις του. Εκεί, στις χωματερές της γενέτειράς του, εντοπίζει τα ταπεινά, κατεστραμμένα υλικά που αξιοποιεί με τον πιο απρόβλεπτο τρόπο στις φωτογραφίες του. Στον κόσμο που αποκαλύπτει ένα παλιό μπουρνούζι μεταμορφώνεται πειστικά σε στολή αστροναύτη, ένα μισολιωμένο σαπούνι και μια μαργαρίτα σε βόμβα, μερικά ξύλινα θραύσματα σε επιβλητικές πύλες φανταστικών παλατιών.
Στο έργο του, σύνθετο και με αφομοιωμένες αναφορές στην ανατρεπτική παράδοση του Νταντά, στην Arte-Povera, στις γλυπτικές μηχανές του Ελβετού πρωτοπόρου της Κινητικής Τέχνης Jean Tinguely, ενορχηστρώνει, ευφυώς, διαφόρων ειδών ψυχολογικά περιβάλλοντα. Στις φωτογραφικές συνθέσεις του, το χιούμορ, η υπόγεια, διαβρωτική κριτική ισορροπεί, επίσης, αξιοθαύμαστα με μια αίσθηση ελευθερίας και εφευρετικότητας, ανάλογη με εκείνη που συναντά κάποιος στη φαντασία και στα αυτοσχέδια παιχνίδια των παιδιών. Δεν είναι λίγοι όσοι, κυρίως στο εξωτερικό, αναγνωρίζουν αποτυπωμένο στις φωτογραφίες του το τραύμα της σύγχρονης Ελλάδας.
Μέσα από ποια διαδρομή φτάσατε στη φωτογραφία;
Όταν ήμουν παιδί έβλεπα τη φωτογραφική μηχανή σαν παιχνίδι. Στα δεκατέσσερά μου χρόνια έπιασα στα χέρια μου μια γιαπωνέζικη φωτογραφική μηχανή και, όπως ήταν φυσικό, εντυπωσιάστηκα. Δεν ήξερα τι έκανα τότε, απλώς η πολυπλοκότητα της μηχανής με έκανε να θέλω να συνεχίσω να φωτογραφίζω. Στην αρχή φωτογράφιζα πεταλούδες, λουλούδια, τοπία και ό,τι με εντυπωσίαζε, και πολύ αργότερα, ύστερα από δέκα χρόνια υπομονής, πήγα να σπουδάσω φωτογραφία στην Αγγλία.
Είναι εμφανές ότι η δουλειά σας υπερβαίνει τα όρια της φωτογραφικής τέχνης. Η τελική εικόνα μοιάζει να είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας, το αποτύπωμα ορισμένων δράσεων που έχουν προηγηθεί και σχετίζονται ευρύτερα με τις εικαστικές τέχνες, το ready-made, την performance κ.ά. Πώς θα περιγράφατε αυτή τη διαδικασία;
Η διαδικασία δεν έχει σχέση με όσα χαρακτηρίζουν, συνήθως, τη φωτογραφική τέχνη. Προσπάθησα να ακολουθήσω το στερεότυπο του φωτογράφου, να γίνω κάτι σαν τον ήρωα του Blow up (σ.σ. Ο ήρωας της ομώνυμης ταινίας του Μικελάντζελο Αντονιόνι), αλλά βαρέθηκα. Επηρεασμένος από το σινεμά, άρχισα να φτιάχνω σενάρια, σχέδια και να κρατώ σημειώσεις για το στήσιμο μιας εικόνας. Κατέληξα να δίνω μεγαλύτερη σημασία στα αντικείμενα, στις εγκαταστάσεις και στην ιδέα του θέματος. Στο τέλος, αυτό που μένει είναι μια φωτογραφία σαν ντοκουμέντο του έργου που έχει προηγηθεί. Το πραγματικό έργο καταστρέφεται και τα κομμάτια του τα επιστρέφω εκεί που ανήκουν.
Η performance προκύπτει όταν το έργο είναι μεγαλύτερο από αυτό που έχω υπολογίσει, και είναι δύσκολο να το μεταφέρω στον χώρο που θα φωτογραφηθεί. Δεν μπορώ να το κρύψω, επειδή πρέπει να διασχίσω το χωριό με τα αντικείμενα του έργου και τους περαστικούς να κοροϊδεύουν, και εγώ να θέλω να κρυφτώ. Όταν φτάσω στον χώρο που θα γίνει η φωτογράφηση, συναρμολογώ ξανά την κατασκευή και προσπαθώ να βγάλω μια σωστή φωτογραφία.
Ποιος είναι ο ρόλος του τόπου καταγωγής σας στη δημιουργία και στην εξέλιξη της δουλειάς σας;
Οι φωτογραφίες μου έχουν ρίζες στον τόπο μου και στην αισθητική του. Το τοπίο είναι βαλκανικό· καθόλου γραφικό, χωρίς μπλε ουρανούς και γραφικά σπιτάκια. Πριν ξεκινήσω τη δουλειά μου, όταν βρίσκομαι εκεί, περνώ κάποιες μέρες προσαρμογής, προσπαθώ να συγχρονιστώ με τον αργό ρυθμό του περιβάλλοντος, και μόνο όταν νιώσω ότι έχω αφομοιωθεί, ότι δεν είμαι τουρίστας, ξεκινώ να δουλεύω. Στο χωριό κυριαρχεί περισσότερο η παρακμή παρά η γοητεία. Και οι περισσότεροι βρίσκονται εκεί επειδή δεν μπορούν να είναι κάπου καλύτερα. Θέλει χρόνο για να ξεφορτωθώ την ανάγκη να είμαι κάπου άλλου. Ύστερα από ένα μήνα δουλειάς στο χωριό, δυσκολεύομαι όμως να φύγω.
Οι άνθρωποι του τόπου καταγωγής σας φαίνεται να έχουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των δράσεων που βιντεοσκοπείτε ή φωτογραφίζετε.
Να πω ότι το χωριό λέγεται Λιπαρό και βρίσκεται στον Νομό Πέλλας. Εκεί έχω ό,τι χρειάζομαι, και οι άνθρωποι με βοηθούν να βρω αντικείμενα· δέχονται να φωτογραφηθούν και να πρωταγωνιστήσουν στα βίντεο μου. Την ίδια στιγμή, μάλλον δεν καταλαβαίνουν τι κάνω· το απολαμβάνουν όμως και στο τέλος είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.
Από τους κυνηγούς μετάλλων στην έκπληξη
Στη σειρά Bombs, αλλά και στο σύνολο του έργου σας, διαφόρων ειδών «ταπεινά» υλικά συνδυάζονται με αναπάντεχο τρόπο. Το τελικό αποτέλεσμα προκαλεί στον θεατή ένα αίσθημα μετέωρο, ανάμεσα στο χιούμορ, στο παιχνίδι και στη ριζοσπαστική διάθεση να ανατραπεί το εδραιωμένο νόημα που συνοδεύει αρκετές εικόνες και αντιλήψεις. Ποια σημασία αποδίδετε εσείς σε αυτή την πρακτική;
Στη σειρά Bombs είδα τη βόμβα σαν πυροτέχνημα· θυμήθηκα τις βόμβες που φτιάχναμε μικροί επειδή δεν μπορούσαμε να φτιάξουμε πυροτεχνήματα. Δεν μπορείς να πάρεις στα σοβαρά κάτι τόσο παράλογο όπως η βόμβα, παρά μόνο να το κοροϊδέψεις και να το απομυθοποιήσεις. Σε όλα τα έργα μου ξεκινώ με βάση το κανονικό και το δεδομένο, κάτι που με βοηθάει να αξιοποιήσω υλικά χωρίς αξία, ξεχασμένα από τη σύγχρονη κανονικότητα. Στην ανάγκη μου να δημιουργήσω κάτι καλύτερο, να κάνω κάτι περισσότερο, να φτιάξω κάτι καινούργιο επιστρέφω στο πεταμένο, στο παλιό, στο φθηνό και στην έκπληξη.
Ο κόσμος του έργου σας υποθέτω ότι οδηγεί ορισμένους θεατές, κυρίως όσους δεν είναι Έλληνες, στο να προσεγγίσουν τη δουλειά σας ως μια αλληγορία για τις δυσκολίες της ελληνικής κατάστασης των τελευταίων χρόνων.
Οι περισσότεροι ξένοι συνδέουν τη δουλειά μου με την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας, και αυτό είναι λογικό. Η πραγματικότητα με επηρεάζει και αλλάζει τον τρόπο που σκέφτομαι. Η Ελλάδα είναι βέβαια ιδιαίτερη περίπτωση· είναι όμως κομμάτι του κόσμου και βρίσκεται σε παρόμοια μοίρα με άλλα κράτη. Εγώ όμως ζω στην Ελλάδα και όλη μου η δουλειά είναι επηρεασμένη από αυτό.
Οι φωτογραφίες σας έχουν δημοσιευθεί σε μερικά από τα σημαντικότερα, και ιδιαιτέρως απαιτητικά, έντυπα της εποχής, από το Monocle και το Wallpaper έως την Le Monde. Ποια στοιχεία του έργου σας θεωρείτε ότι προκάλεσαν το ενδιαφέρον αυτών των εντύπων;
Στην αρχή αναρωτιόμουν γιατί κάποιοι θέλουν να δείξουν τη δουλειά μου και να συνεργαστούν μαζί μου. Μάλλον υπάρχει κάτι διαφορετικό σε αυτήν, που είναι πολύ οικείο και απλό και μπορεί να ταιριάξει σχεδόν παντού.
Η εκθεσιακή σας δραστηριότητα είναι επίσης αρκετά πλούσια στην Ευρώπη και την Αμερική. Ταξιδεύετε συχνά, φαντάζομαι. Σε ποιο μέρος του κόσμου περνάτε τον περισσότερο χρόνο σας;
Περνώ τον χρόνο μου στην Ελλάδα, αλλά ταξιδεύω πολύ συχνά για τις ανάγκες κάποιου workshop, των εκθέσεων ή για να φωτογραφίσω.
Πόσες ώρες της ημέρας αφιερώνετε στη δουλειά σας; Πώς περνάτε μια συνηθισμένη μέρα σας;
Την εποχή που δουλεύω στο χωριό εργάζομαι σχεδόν όλη την ημέρα, αλλά ξεχνάω ότι κάνω δουλειά. Ξεκινώ την ημέρα μου με επισκέψεις σε αποθήκες γειτόνων, κατασκοπεύω κυνηγούς μετάλλων, παρακαλάω γνωστούς να παίξουν στα video μου, και ψάχνω σε παράνομες χωματερές, ανάμεσα σε σκελετούς από πρόβατα, γιγάντιες μύγες και σωρούς από σκουπίδια, αναζητώντας ένα μικρό αντικείμενο που συνήθως δε μου χρειάζεται. Όταν δεν είμαι στο χωριό προσπαθώ να οργανωθώ και να έχω ροή με τις εκθέσεις, τις φωτογραφίσεις, τα ταξίδια η ό,τι άλλο προκύπτει.
Ποιους φωτογράφους και καλλιτέχνες εκτιμάτε;
Τον Tinguely, τον Mike Nelson, τον Douglas Copland, τον Τhomas Demand, τον Walker Evans, τον Parajanof , τον Elio Petri, τον Buster Keaton και πολλούς ακόμη.
DIAMONDS copy from petros efstathiadis on Vimeo.