Από τον Γιώργο Καρουζάκη
Η Κυριακή είναι μια ψευδαίσθηση. Ηλιόλουστη στην αρχή, που ξεκινά με την πρωινή υπόσχεση μιας εύθραυστης, ουτοπικής ευδαιμονίας και καταλήγει στη γνωστή απογευματινή ώρα (συννεφιασμένη συνήθως), με τον εαυτό ευάλωτο απέναντι στον χρόνο που περνά. Η Κυριακή προσομοιάζει, κατά κάποιον τρόπο, στον χρόνο του κύκλου της ζωής, γι’ αυτό γεννά τόσες προσδοκίες και απογοητεύσεις, σπανίως ενδιάμεσα συναισθήματα, μέσα σε λίγες ώρες. Είναι η μέρα που, με ευκολία, ένας θρίαμβος ή μια καταστροφή θα της δώσει νόημα. Η στιγμή της μετάβασης από την ευδαιμονία που υποσχόταν το πρωί στον κόσμο των υποχρεώσεων της επόμενης εβδομάδας, που ανακαλεί το τέλος της ημέρας, μάλλον δεν είναι ευχάριστη για κανέναν.
Όπως όλοι, έχω ζήσει πολλών ειδών Κυριακές: εκδρομικές ή ανέμελες σε πικνίκ στον Υμηττό ή στα καταπράσινα πάρκα ευρωπαϊκών πόλεων, όπου αρχίζω να διαλύομαι ξαπλωμένος στη χλόη μέσα σε αυτή την αλλόκοτη, για Έλληνα, ρέμβη που κυκλώνει τις φιγούρες στους πίνακες του Ζορζ Σερά. Αλλά και αδιάφορες Κυριακές: στον δρόμο, στο σπίτι, μπροστά στον υπολογιστή, στο γραφείο.
Επί σειρά ετών, δούλευα σχεδόν κάθε Κυριακή στην εφημερίδα. Την ώρα που οι περισσότεροι λάμβαναν θέσεις στο κυριακάτικο τραπέζι ή φρόντιζαν στα τηλέφωνα την απογευματινή τους έξοδο, εγώ έπρεπε να φτιάχνω τσάντες, να αναζητώ χαρτιά, θέματα, να βγαίνω στον δρόμο σαν τιμωρημένο παιδί. Πλην απροόπτου, ο χρόνος δουλειάς μου ήταν αφιερωμένος σε απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων, σε μικρά κείμενα, στην προετοιμασία των θεμάτων της επόμενης εβδομάδας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ένα CD player, τοποθετημένο σε περίοπτη θέση στο κέντρο του πολιτιστικού τμήματος της εφημερίδας, έπαιζε χαμηλόφωνα κάθε Κυριακή, ως μια υπόμνηση κυριακάτικης εκκεντρικότητας στον εργασιακό χώρο, το ίδιο CD ελληνικών τραγουδιών. Αν μου ζητήσετε, επομένως, να θυμηθώ τους στίχους από τα πρώτα τραγούδια του Δημήτρη Μητροπάνου, της Πόλυς Πάνου ή του «Χάθηκα», για παράδειγμα, του Μίκη Θεοδωράκη, δε θα σας απογοητεύσω. Κληρονομιά από τις Κυριακές στο γραφείο των δεκαετιών του 1990 και του 2000.
Η στιγμή της ανταμοιβής δεν αργούσε. Τη δύσκολη ώρα του απογεύματος, την ώρα που το αίσθημα της κυριακάτικης ευφορίας ψυχορραγούσε σε καφέ, σπίτια, απογευματινές συνάξεις και θεάματα, εγώ ένιωθα μάλλον δυνατός και αισιόδοξος. Είχα διαρρήξει –έστω στο μυαλό μου– την τάξη του οριοθετημένου ελεύθερου χρόνου, πηγαίνοντας απλώς στο γραφείο για δουλειά. Είχα απαλλαγεί από την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας και της ελευθερίας που σου υπόσχεται η Κυριακή, για να σε προσγειώσει απότομα, λίγες ώρες μετά, στην πραγματικότητα. Είχα επιβληθεί, με έναν τρόπο προσωπικό, στον χρόνο και στις διαθλάσεις του, ξεκινώντας τη Δευτέρα από το μεσημέρι της Κυριακής. Χρήσιμη εμπειρία, την οποία φρόντισα να διατηρήσω ενεργή μέχρι σήμερα, που οι Κυριακές μου είναι ελεύθερες και απαλλαγμένες από επαγγελματικές υποχρεώσεις.
Ακόμα και αν ξεκινήσουν το πρωί με μια γλυκερή και ανάλαφρη διάθεση ή σαν περιπλάνηση σε μια φανταστική Pleasantville, θα καταλήξουν σε μια δημιουργική, έως ενοχλητικά απαιτητική εργασία: θα ξεκινήσω να διαβάζω το πιο δύσκολο βιβλίο, που απαιτεί να κρατάς σημειώσεις σε κάθε σελίδα, να γράφω ένα δύσκολο κείμενο, να ολοκληρώνω κάτι που ανέβαλλα για καιρό. Η αναμέτρησή μου με την Κυριακή είναι, όπως καταλαβαίνετε, διαρκής, αλλά σε καμία περίπτωση πληκτική.