Από τον Γιώργο Καρουζάκη
1936, Πειραιάς.
Η βουή των ταξιδιωτών συναντά τη μυρωδιά του καφέ στην προκυμαία, την οσμή του πετρελαίου και της βενζίνης. Ο ήχος μιας ντιζελομηχανής ενώνεται με τον παφλασμό των κυμάτων στο αλμυρό σώμα ενός πλοίου αλλά και με το κίτρινο άρωμα των λεμονιών που κουβαλούν οι νησιώτες στο λιμάνι. Σε αυτό το «ταπεινό» σκηνικό, κοντά στην Καστέλλα, γεννιέται ο Γιάννης Κουνέλλης – για να το αφήσει πίσω του, στα είκοσί του μόλις χρόνια, νιόπαντρος κι ερωτευμένος με την πρώτη του σύντροφο Έφη, και να εγκατασταθεί στη Ρώμη. Είναι η πόλη όπου ζει μέχρι σήμερα, το κέντρο που διάλεξε για να ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι του στην τέχνη. Από τους πρωτεργάτες της arte povera, του καλλιτεχνικού κινήματος που εμφανίστηκε δυναμικά στην Ιταλία την πυρετώδη δεκαετία του ’60, κατατάσσεται στους σπουδαιότερους εικαστικούς καλλιτέχνες της Ευρώπης, με έργο που έχει φιλοξενηθεί στις σημαντικότερες γκαλερί και στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου.
Μητέρα μου είναι η Ιθάκη.
Ο Γιάννης Κουνέλλης γεννιέται τη χρονιά της ανόδου στην εξουσία του δικτάτορα Μεταξά. Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είναι μόλις δέκα ετών. Γρήγορα νιώθει το βάρος του Εμφυλίου, του αγριότερου είδους πολέμου που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος, όπως λέει. «Ο εμφύλιος είναι το τέλος της ιδέας ενός πολιτισμού», διαπιστώνει σήμερα. Περνά τα παιδικά του χρόνια και την εφηβεία του υπό τη σκιά του πολέμου και με την ασαφή τότε αίσθηση της καταστροφής: κληρονομιά της γενέτειρας που αποτυπώνεται στο βλέμμα του και αργότερα πλάθει την τέχνη του. Υπάρχει ένα τρυφερό τεκμήριο της εποχής: δυο παιδιά πιασμένα από το χέρι ποζάρουν στον φακό στον Πειραιά στα τέλη της δεκαετίας του ’30. Μόνο τα μάτια των πιτσιρικάδων προδίδουν τις ώριμες φυσιογνωμίες του Γιάννη Κουνέλλη και του παιδικού του φίλου, σημαντικού αρχαιολόγου που απεβίωσε το 2010, Γιάννη Σακελλαράκη. «Τη φωτογραφία είχε τραβήξει η μητέρα μου με μια Leica της εποχής, έλεγε το 2004 ο αρχαιολόγος.
Η κύρια ανάμνηση της σχέσης τους είναι από την εφηβική ηλικία, την εποχή που η οικογένεια Κουνέλλη μετακόμισε εσπευσμένα, λόγω του πολέμου, από την Καστέλλα στον Κορυδαλλό. «Ήταν τα πράγματα επικίνδυνα. Ο άλλος μου παππούς έμενε στον Προφήτη Ηλία της Καστέλλας. Εκεί ήταν η καρδιά του Εμφυλίου, δεν μπορούσαμε να μείνουμε…», θυμάται ο Γιάννης Κουνέλλης. Ο Σακελλαράκης έλεγε για τη φιλία του με τον Κουνέλλη: «Τις δεκάδες φορές που ανέβαινα την πέτρινη σκάλα τον συναντούσα στο πλυσταριό. Εκεί ζωγράφιζε νυχθημερόν. Κάναμε ατελείωτες συζητήσεις για τον Βαν Γκογκ. Τον δαιμόνιζε αυτή η μοναχικότητα και το αγωνιώδες του ζωγράφου».
Σε μια κουβέντα του με τον Μπρούνο Κόρα στο Παρίσι της δεκαετίας του ’80, ο Κουνέλλης θα μιλήσει για τον Βαν Γκογκ της εφηβικής του μνήμης: «Ο πρώτος στον οποίο άρχισα να χρωστάω είναι ο Βαν Γκογκ και δεν τον έχω ξεπληρώσει ακόμα». Ριζοσπάστη και τολμηρό θα τον χαρακτηρίσει σε μια πρόσφατη κουβέντα μας: «Όταν ήμουν στην Ελλάδα, μου άρεσε ο Βαν Γκογκ. Αγαπούσα τον πίνακά του με τις πατάτες. Υπάρχει μια ιδεολογία σε αυτό τον πίνακα, συγγενική με έναν όγκο από κάρβουνα μέσα στον χώρο που μπορείς να δεις σ’ ένα δικό μου έργο».
Ούτε μια ανέμελη βόλτα δεν θυμόταν να έχουν κάνει μαζί ο Γιάννης Σακελλαράκης: «Ζωγράφιζε συνεχώς. Πολλά πρωινά τα μάτια του ήταν κόκκινα από το ξενύχτι». Τη μεγάλη αγάπη του, όμως, για την τέχνη, την είχαν αγνοήσει επανειλημμένα οι υπεύθυνοι της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, οι οποίοι, παρά τις επίμονες προσπάθειές του, δεν τον δέχτηκαν ποτέ στη σχολή. «Ζωγράφιζα από δεκατριών χρόνων. Έδωσα εξετάσεις στην Καλών Τεχνών και απέτυχα. Ήμουν και κακός μαθητής στο σχολείο…», επιβεβαιώνει ο ίδιος. Δεν ήταν μόνο το πάθος του για τη ζωγραφική που είχε ξαφνιάσει τη μικρή κοινωνία της γειτονιάς αλλά και η απόφασή του, κάποια στιγμή, να παντρευτεί στη νεαρή ηλικία των δεκαεπτά. Ερωτεύτηκε σφόδρα την Έφη, νοικάρισσα της γιαγιάς του, και παντρεύτηκαν. «Τη γνώριζα πολύ καλά την πρώτη του γυναίκα», έλεγε ο Σακελλαράκης. «Πολύ συμπαθητικό και νόστιμο κορίτσι. Ο έρωτάς τους γεννήθηκε μέσα στο σπίτι, στη γειτονιά μας. Δέθηκαν ξαφνικά και δυνατά». «Δεκαεπτά ετών ερωτεύεται κανείς εύκολα», παραδέχεται με χαμόγελο ο Γιάννης Κουνέλλης. «Πιο μεγάλος είναι δύσκολο να ερωτευτείς. Παντρεύτηκα γιατί ήταν μια υπόθεση ζωής».
Σε αναζήτηση της Αναγέννησης.
Όπως ο Πικάσο, ο Μοντριάν και ο Μπρανκούζι, ο Γιάννης Κουνέλλης διψά να βρεθεί εκεί όπου το πάθος του για ό,τι αγαπά μπορεί να αναθερμανθεί. Το αλλόκοτο γεγονός του αλληλοσκοτωμού στην πατρίδα και η αποτυχία του στην Καλών Τεχνών δεν ήταν, όπως διαπιστώνουμε, οι μόνοι σοβαροί λόγοι που τον ώθησαν να φύγει. Μια ποιητική εκδοχή της απόφασής του να μετοικήσει έδωσε ο Γιάννης Σακελλαράκης: «Ήθελε να δει τον κόσμο». Ο Αμερικανός κριτικός Thomas McEvilley δίνει μια διαφορετική ερμηνεία: «Νέος, και διψώντας ν’ αποτελέσει μέρος της ιστορίας, αφήνει την πατρίδα του πίσω στη γαλήνια μυθολογική της αίγλη. Το ταξίδι του Κουνέλλη δεν ήταν συνηθισμένο, ούτε έμοιαζε με διακοπές. Με το που θα φτάσει στη Ρώμη, θα ορκιστεί να μη μιλήσει ποτέ ξανά ελληνικά. Για περισσότερα από είκοσι χρόνια δεν θα πατήσει ξανά το πόδι του στην Ελλάδα. Θα αρχίσει να επισκέπτεται τη χώρα που τον γέννησε διστακτικά, για μία ή δύο μέρες και μόνο για επαγγελματικούς λόγους».
«Δεν ορκίζομαι εύκολα στη ζωή μου…», σχολιάζει ο Κουνέλλης την εκδοχή του Thomas McEvilley. «Είναι ένα εύρημα δικό του για να τονίσει τη ριζοσπαστική απόφασή μου να φύγω από μια παράδοση βυζαντινή και να μπω σε μια παράδοση αναγεννησιακή. Δεν έχει σχέση με όρκους… Ούτε ένιωσα ποτέ πίκρα για την Ελλάδα. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να έχει αυτού τους είδους τις πίκρες. Έχω ένα σχέδιο για το μέλλον. Κοίταζα πάντα να βρω αυτά που μου έλειπαν. Δεν είχα άλλου είδους συναισθήματα».
– Θέλατε να δείτε τον κόσμο κ. Κουνέλλη;
«Θέλεις να δεις τον κόσμο για να ανακαλύψεις, στο τέλος, τους άλλους. Όχι, βέβαια, με την έννοια του τουρίστα, αλλά όπως ταξίδευε ο Οδυσσέας. Φεύγει κάποιος για να δει άλλα Κέντρα. Μπορεί, βέβαια, να γυρίσεις τον κόσμο και να μη δεις τίποτα. Τα ταξίδια είναι ωραία όταν λειτουργούν ως σκάλα για να βρεις άλλους τόπους. Το σημαντικό στην περίπτωση του Οδυσσέα που φεύγει, δεν είναι μόνο ότι πάει να κάνει τον πόλεμο αλλά και το γεγονός ότι επιστρέφει. Η επιστροφή είναι το θετικό πρόβλημα».
Η σχέση του με την Ελλάδα αρχίζει να γλυκαίνει στα μέσα της δεκαετίας του ’80. Το 1985 ο Βασίλης Βασιλικός τον συναντά στη Ρώμη, την εποχή που ο συγγραφέας είχε πάει να ζήσει εκεί με τη σύντροφό του, την Ελληνίδα υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου. Αργότερα ο Κουνέλλης, μαζί με τον σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, θα παντρέψει το ζευγάρι. «Ήξερα ποιος είναι και τον αναζήτησα. Στην αρχή δυσκολευότανε κάπως με τα ελληνικά του. Τότε σκέφτηκα ότι ο μόνος τρόπος να τον διευκολύνω να επανασυνδεθεί με τη γλώσσα και την Ελλάδα ήταν να του κάνω μια μεγάλη συνέντευξη για την Ελληνική Τηλεόραση. Βοήθησε αρκετά στην ολοκλήρωση της εκπομπής η καταπληκτική σκηνοθέτις Μαίρη Κουτσούρη, η οποία λάτρεψε τον Κουνέλλη και την τέχνη του», αφηγείται ο Βασιλικός. Και συνεχίζει: «Ο Γιάννης βρήκε στην Ιταλία την Αναγέννηση και το περίφημο Κέντρο, που είναι το φιλοσοφικό του πρόβλημα.Το Κέντρο υπήρχε πρώτα απ’ όλα στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική του τόπου: κάθε χωριό ή πόλη της Ιταλίας έχει μια “πιάτσα”. Όλη του η φιλοσοφική αναζήτηση συμπυκνώνεται στη σχέση του μέτρου με το Κέντρο».
Συνειδητή χαρακτηρίζει την επιλογή του να ζήσει στη Ρώμη και η ιστορικός τέχνης Κατερίνα Κοσκινά, μια από τις λιγοστές φίλες του Κουνέλλη στην Αθήνα: «Είχε το όραμα να δει τη συνέχεια της ελληνικής σκέψης μέσω της Αναγέννησης. Γι’ αυτό θεωρώ ότι ο Κουνέλλης είναι η πεμπτουσία του Έλληνα, η βάση της έννοιας του Ευρωπαίου που είχε το όραμα να δει τη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού».
Μια «τρύπα στον καμβά».
Στη Ρώμη φτάνει με την πρώτη του γυναίκα τρία χρόνια μετά το γάμο τους. Το ζευγάρι εγγράφεται στην Accademia di Belle Arti. Σε αυτό το περιβάλλον θα αναγεννηθεί ο Γιάννης Κουνέλλης. Σε ηλικία 24 χρόνων θα εκθέσει πρώτη φορά στην πιο δυναμική γκαλερί της Ρώμης, στην Galleria della Tartaruga. Στον ίδιο χώρο, δηλαδή, όπου έδειχναν την δουλειά τους ο Ντε Κούνινγκ, ο Σκαρπίτα, ο Μπούρι και ο Φοντάνα. Στους πρώτους του πίνακες θα εμφανίσει γράμματα και αριθμούς, αλλά και διαφόρων ειδών σύμβολα. Με αυτή την πρώτη του έκθεση («L’ Alfabeto di Kounellis») μπαίνει δυναμικά στο ρεύμα της ιταλικής τέχνης και δεν θα μείνει ποτέ έξω από τις διαδικασίες και την εξέλιξή της. Η μυρωδιά της θύελλας που θα ξεσπάσει από τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα τα επόμενα χρόνια απλώνεται στον αέρα της Ρώμης.
Η πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, οι αντιπολεμικές φωνές, το απελευθερωτικό κίνημα των μαύρων και η έκρηξη των φεμινιστικών διεκδικήσεων στην Αμερική, καθώς και ο ουτοπικός πυρετός του Μάη του ’68 στην Ευρώπη ενεργοποιούν την προσωπικότητά του. Η δουλειά του αρχίζει να αντανακλά τα αισθήματά του για τις δραστικές πολιτικές αλλαγές, στην προσπάθειά του να βρει μια νέα μονάδα μέτρησης για τη νέα κοινωνική κατάσταση. Στα μέσα στης δεκαετίας του ’60 ο Ιταλός καλλιτέχνης Λούτσιο Φοντάνα, υιοθετώντας μια άποψη του Μαλέβιτς, γράφει: «Θέλω να ανοιχτώ στον χώρο… Κάνω μια τρύπα στον καμβά για να εισχωρήσει το άπειρο…».
Σε αυτό το απελευθερωτικό για την τέχνη κλίμα, με την ισχυρή παρουσία ενός άλλου σημαντικού Ιταλού δημιουργού, του Αλμπέρτο Μπούρι, ο Γιάννης Κουνέλλης βάζει τα θεμέλια του κόσμου που τα επόμενα χρόνια θα ανακαλύψει. «Στη διαμόρφωσή μου πρωταρχικό ρόλο έπαιξε το έργο του Μπούρι και του Φοντάνα αλλά και πολλών άλλων καλλιτεχνών της ίδιας γενιάς, που βρήκαν στην ύλη έναν δρόμο για τις αναζητήσεις τους. Στη συνέχεια, τα πολιτικά γεγονότα μας ενέπνευσαν μια ανάγνωση της ιστορίας που, χωρίς αμφιβολία, είχε μεγάλη επίδραση στην ευαισθησία μας και στον τρόπο μας να αξιολογούμε τον χώρο, επιτρέποντάς μας να κωδικοποιήσουμε μια γλώσσα που, εννοείται, λαμβάνει υπόψη της τους ιστορικούς και πολιτιστικούς προβληματισμούς αυτής της χώρας», ενώ η θέρμη της εποχής θα εκφραστεί από τον ίδιο το 1969 στη μαύρη λαμαρίνα που θα εκθέσει. Στην επιφάνειά της γράφει με κιμωλία τα ονόματα του Μαρά και του Ροβεσπιέρου και ακριβώς από κάτω τη φράση: «Liberta o Morte» (Ελευθερία ή Θάνατος). Στο μικρό ράφι που προεξέχει από τη λαμαρίνα τοποθετεί ένα κερί.
Άνοιγμα της τέχνης στη ζωή.
Από πολύ νωρίς, η τέχνη του Κουνέλλη δένεται απρόβλεπτα με τη ζωή. Σε μια εγκατάσταση το 1967 στην Galleria L’ Attico τοποθετεί μια σιδερένια κατασκευή με βαμβάκι και ανθοδοχεία βαμμένα με σιδηρομπογιά, που περιέχουν χώμα και κάκτους. Σε μια βαμμένη λαμαρίνα-κάδρο στον τοίχο βάζει μια κούρνια, όπου κάθεται ήρεμος ένας ζωντανός παπαγάλος. Ριζοσπαστική κίνηση και ιδιότυπη θεατρική πράξη, η οποία τον οδηγεί δυο χρόνια αργότερα να παρουσιάσει στον ίδιο χώρο την εμβληματική εγκατάστασή του με τα δώδεκα ζωντανά άλογα, δεμένα στους τοίχους της γκαλερί. Θα την επαναλάβει το 1967 στην Μπιενάλε της Βενετίας. Τα άλογα δεν είναι γλυπτά, ούτε σύμβολα που παραπέμπουν στην πραγματικότητα. Είναι η ίδια η πραγματικότητα, με μυρωδιές και ήχους.
Ο ιστορικός τέχνης Rubi Fuchs βλέπει σε αυτή την κίνηση του Κουνέλλη μια αντανάκλαση των παραστάσεων του Παρθενώνα και του Αγίου Μάρκου στη Βενετία. Εντοπίζει αναφορές στη ζωγραφική του Ντελακρουά και του Πικάσο, ενώ ο ίδιος ο Κουνέλλης λέει κάποια στιγμή σε συνέντευξή του στον Robin White: «Πάντα θεωρούσα ότι η δουλειά μου με τα άλογα έχει να κάνει με το πνεύμα του Διαφωτισμού». Του θυμίζουμε την έκθεση με τα άλογα, και μας δίνει μια άλλη διάστασή της: «Τα άλογα ήταν δεμένα στον τοίχο της γκαλερί, έτσι ώστε το ζωντανό στοιχείο να συνδέεται με την ιδέα των θεμελίων που υπάρχουν στα σπίτια. Όπως ήταν τοποθετημένα στο χώρο διέγραφαν τα θεμέλια του κτιρίου. Όταν τελειώνει μια έκθεση σαν αυτή, μένει μόνο η ανάμνησή της. Το ίδιο συμβαίνει και με μια θεατρική παράσταση. Αυτή ήταν και η σημασία της πράξης, η οποία χαρακτηρίζεται από μια ελευθερία. Είναι ένα όραμα που στηρίζεται σε μια δραματουργική αρχή».
Εκείνη τη χρονιά θα απελευθερώσει στην Kunsthalle του Ντίσελντορφ ζωντανά πουλιά, ενώ αργότερα, στην Galleria L’ Attico στη Ρώμη και στην γκαλερί Sonnabend στη Νέα Υόρκη, επιχειρεί μια ιδιόμορφη περφόρμανς: ο ίδιος σε ρόλο ζωντανού γλυπτού θα καβαλήσει ένα άλογο και θα σταθεί μέσα στην γκαλερί, καλύπτοντας το πρόσωπό του με ένα γύψινο εκμαγείο της μορφής του Απόλλωνα. Αναφορά, ίσως, και συγκρατημένο νοσταλγικό σχόλιο του καλλιτέχνη για την απώλεια του αρχαίου κόσμου.
Η νέα αντίληψη του Κουνέλλη για το θέατρο θα αναπτυχθεί και με δυναμικές συνεργασίες που θα κάνει με σπουδαίους σκηνοθέτες του θεάτρου και της όπερας, όπως ο Κάρλο Κουαρτούτσι, ο Θόδωρος Τερζόπουλος, ο Ταντάσι Σουζούκι, αλλά και ο Χάινερ Μίλερ. Στην κορυφαία συνύπαρξή του με τον Μίλερ στο Deutsches Theatre του Βερολίνου, δυο χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, θα τοποθετήσει στη σκηνή μια «ανοιχτή πληγή»: ένα άνοιγμα σαν πηγάδι από το οποίο αναδυόταν ένας μεταλλικός κύλινδρος γεμάτος με αίμα, ενώ κάποια ντουλάπια στο χώρο παρέπεμπαν στη μνήμη και στη συνειδητοποίηση της άγριας εποχής που πέρασε. Ιδανικό περιβάλλον για μια παράσταση που ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό που έπρεπε να ξεχαστεί μετά τη διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας.
«Με την απτή αλήθεια ενός σακιού κι ενός κάρβουνου…».
Ποτέ έως σήμερα ο Γιάννης Κουνέλλης δεν έπαψε να αξιοποιεί ασυνήθιστες τοποθεσίες και κτίρια, να κινείται στον χώρο, όπως ο παραδοσιακός ζωγράφος στην επιφάνεια του τελάρου, όπου τα «ταπεινά» υλικά συχνά στοιχεία της φύσης έχουν τη σημασία του χρώματος. Με εντελώς βιωματικό τρόπο αποκαλύπτει ατσάλινα τσιγκέλια να συγκρατούν σακιά, συσσωρευμένα αντικείμενα μπροστά σε πόρτες και παράθυρα, ενισχύοντας την οριακή αίσθηση του φόβου, της απειλής ή της διαμαρτυρίας. Κάποτε γίνεται στιβαρά ποιητικός, μεταφέροντας ένα τσακισμένο σκαρί σε ένα μουσείο, όπως ήταν το έργο «Albatros» στην έκθεση που επιμελήθηκε ο Χρήστος Ιωακειμίδης στο Βερολίνο.
«Σε όλο του το έργο “ζωγραφίζει” με τη φτωχή, αλλά απτή συνήθεια ενός σακιού, ενός κάρβουνου, ενός πεταμένου κομματιού ξύλου, μιας πέτρας, ενός γύψινου αντίγραφου αρχαίου κεφαλιού που τον οδηγεί στη δημιουργία εικόνων πραγματικών, σαν να εγκαταλείπει τη ζωγραφική του τελάρου και να επιστρέφει ξανά σ’ αυτή», γράφει η Κατερίνα Κοσκινά, η οποία στη συνομιλία μας επισημαίνει την καθοριστική σημασία του μέτρου στο έργο του: «Ο άνθρωπος είναι το δικό του μέτρο. Όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιεί, το κρεβάτι, το σακί, η πόρτα και το παράθυρο έχουν μια αναφορά: τον άνθρωπο».
Ο Κουνέλλης αγάπησε με πάθος και το έργο αρκετών καλλιτεχνών, την τέχνη του θρυλικού Ρώσου ζωγράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ, την κοσμική ορθοδοξία του Κάζιμιρ Μαλέβιτς αλλά και την τολμηρή ζωγραφική του Τζάκσον Πόλοκ, εντοπίζοντας, μάλιστα, τις ρίζες της στις τοιχογραφίες του Μαζάτσιο. «Ο Πόλοκ είναι η αρχή. Πριν από αυτόν υπήρχε μια τέχνη αποικιακή στην Αμερική. Ο Πόλοκ αποκαλύπτει έναν χώρο. Η ζωγραφική του λειτουργεί ως μια μορφή συνειδητοποίησης της Αμερικής και ολόκληρης της γενιάς του».
Γράφει επίσης και συζητά συχνά για ό,τι αγαπά. Στον Μπρούνο Κόρα έχει πει: «Μου αρέσει να θυμάμαι τον “φοβ” Ματίς και ύστερα να τον βλέπω στην εξέλιξή του. Αγαπώ τον χρωματοποιό Ματίς – άλλωστε ο Ματίς αγαπούσε τον Ντελακρουά, όπως τον αγαπώ κι εγώ. Μου αρέσει να θυμάμαι τον Ματίς στο Μαρόκο. Όπως μου αρέσει να θυμάμαι τον Ρεμπό στην Αιθιοπία. Δεν αγαπώ την πολιτική εκμετάλλευση που γίνεται εις βάρος του Ματίς. Πρέπει να επανεξετάσουμε την πρωτοποριακή στάση της πρωτοπορίας. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ποιητές, όπως και οι καλλιτέχνες, γεννιούνται με μια νέα γλώσσα».
Με την ευκαιρία της έκθεσής του «From the Europe of Old» στο Van Abbemuseum της Ολλανδίας το 1987 θα γράψει στον κατάλογο της έκθεσης ένα κείμενο ενδεικτικό του κόσμου του: Δεν σκότωσα ποτέ, αλλά είμαι έτοιμος να το κάνω, αν μου ποδοπατήσουν το δικαίωμα στην ελευθερία. Δεν δανείστηκα γλωσσικά αποσπάσματα, παρά μόνο από ανάγκη. Δεν αναζήτησα παρά μόνο όμορφα πράγματα. Μέτρησα την απόσταση μέσα από την αντικειμενικότητα. Είδα το ιερό στα αντικείμενα της καθημερινής χρήσης. Πίστεψα στο βάρος ως σωστό μέτρο. Αγάπησα τις φράσεις που δείχνουν την παρθενία ως υπέρτατη κατάσταση. Διέσχισα μονοπάτια δύσκολα, μέσα στο δάσος, ανηφορίζοντας προς το βουνό. Το μολύβι, τα μαλλιά, τα σύννεφα, η Μικρή Άρκτος που δείχνει τον Βορρά, ο Άνεμος. Δεν ξέρω να ζω έξω από τον λαβύρινθο της γλώσσας. Αγαπώ την ελιά, τ’ αμπέλι και το στάρι. Θέλω την επιστροφή της ποίησης με όλα τα μέσα: με την άσκηση, την Παρατήρηση, τη μοναξιά, τον λόγο, την εικόνα, την εξέγερση. Ανικανοποίητος μέχρι το διηνεκές.
Για έναν άνθρωπο λιγομίλητο, που δίνει την αίσθηση ότι «αναπνέει για να δουλεύει και δουλεύει για να αναπνέει», κάνουν λόγο οι περισσότεροι συνομιλητές μας. «Κρύβει όμως μια απέραντη τρυφερότητα» συμπληρώνει η πρώην διευθύντρια του ΕΜΣΤ Άννα Καφέτση, επισημαίνοντας την ποιητική δύναμη της δουλειάς του ως αποτέλεσμα μιας ώριμης πολιτικής σκέψης. «Όλη του η ζωή είναι η τέχνη του», συμφωνούν η Κατερίνα Κοσκινά και ο φωτογράφος και συνεργάτης του Μανώλης Μπαμπούσης, ο οποίος μιλά για το χιούμορ του Κουνέλλη. «Έχει χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Αντιλαμβάνεται ακόμα και τις λεπτομέρειες σε κλάσματα δευτερολέπτου. Είναι επίσης γενναιόδωρος. Δεν τον απασχολούν μικροπράγματα. Δεν θα νοιαστεί, για παράδειγμα, αν κάποιος κλέβει τις ιδέες του ή τον μιμείται. Έχει μια σιγουριά για τη δουλειά του και αισθάνεται ελεύθερος. Είναι τρυφερός και προσιτός. Μπορεί να γίνει όμως απαιτητικός και σκληρός».